Πριν χρόνια πολλά μα πάρα πολλά
πλάι στη θάλασσα σ’ ένα βασίλειο
ζούσε μια νεαρά όπου ίσως ξέρετε
καλά
τ’ όνομά της Άνναμπελ Λη
Με σκέψη
μονάχα στη ψυχή
ν’ αγαπάει και από μένα ν’ αγαπιέται
Ήμουνα παιδί όπως κι εκείνη ένα παιδί
σε κείνο το βασίλειο πλάι στην ακτή
αλλά αγαπιόμαστε με μια αγάπη
πιότερο κι από αγάπη
εγώ και η δική μου Άνναμπελ Λη
μια αγάπη που τα ουράνια φτερωτά σεραφείμ
φθονούσαν εμένα και την Άνναμπελ Λη
Κι αυτός ήταν ο λόγος που χρόνια πολλά
στο βασίλειο δίπλα στην ακτή
αέρας φύσηξε ψυχρός και δυνατός
παγώνοντας τη δική μου όμορφη Άνναμπελ
Λη
κι ήρθαν οι δικοί της και την πήραν μακριά
σε μνήμα να τη βάλουν
σε κείνο το βασίλειο στην θάλασσα σιμά
Οι άγγελοι
Ευτυχία
τέτοια δε νιώθανε στον Ουρανό
φθονούσαν συνεχώς εμάς τους δυο
Ναι! Αυτός ήταν ο λόγος
όπως όλοι ξέρουν στο βασίλειο στη
θάλασσα σιμά
που αέρας ορμητικός από σύννεφο κατέβη
και πάγωσε και σκότωσε
την δική μου Άνναμπελ Λη
Κι όμως η αγάπη μας ήταν
πιο δυνατή απ΄ την αγάπη
των μεγάλων και των πιο σοφών
Κι ούτε οι άγγελοι στον ουρανό
Μηδέ οι
δαίμονες στο βυθό
θα χωρίσουν τη δική μου ψυχή
Απ’ τη ψυχή της
όμορφης Άνναμπελ Λη
Επειδή το φεγγάρι ποτέ δε λάμπει
χωρίς όνειρα να μου χαρίζει
της όμορφης Άνναμπελ Λη
και τ’ αστέρια ποτέ δεν ανατέλλουν
χωρίς να μου θυμίσουν
τα φωτεινά μάτια της όμορφης Άνναμπελ Λη
Γι αυτό όταν τα βράδια τραβιέται η θάλασσα μακριά
ξαπλώνω δίπλα στην αγαπημένη μου
- αχ αγαπημένη μου -
στη ζωή μου στη νυφούλα μου
στο μνήμα της στη θάλασσα σιμά
στο τάφο της πλάι στη θάλασσα τη βαθιά
Απόδοση
Μαρία Ροδοπούλου
It was many and many a year ago,
In a kingdom by the sea,
That a maiden there lived whom you may know
By the name of Annabel Lee;
And this maiden she lived with no other thought
Than to love and be loved by me.
I was a child and she was a child,
In this kingdom by the sea,
But we loved with a love that was more than love—
I and my Annabel Lee—
With a love that the wingèd seraphs of Heaven
Coveted her and me.
And this was the reason that, long ago,
In this kingdom by the sea,
A wind blew out of a cloud, chilling
My beautiful Annabel Lee;
So that her highborn kinsmen came
And bore her away from me,
To shut her up in a sepulchre
In this kingdom by the sea.
The angels, not half so happy in Heaven,
Went envying her and me—
Yes!—that was the reason (as all men know,
In this kingdom by the sea)
That the wind came out of the cloud by night,
Chilling and killing my Annabel Lee.
But our love it was stronger by far than the love
Of those who were older than we—
Of many far wiser than we—
And neither the angels in Heaven above
Nor the demons down under the sea
Can ever dissever my soul from the soul
Of the beautiful Annabel Lee;
For the moon never beams, without bringing me dreams
Of the beautiful Annabel Lee;
And the stars never rise, but I feel the bright eyes
Of the beautiful Annabel Lee;
And so, all the night-tide, I lie down by the side
Of my darling—my darling—my life and my bride,
In her sepulchre there by the sea—
In her tomb by the sounding sea.