Οι
καραδοκούσες αφορμές κείτονται στα συντρίμμια της αιτίας
οι πτώσεις που δεν προήρθαν από πτήσεις σε οποιοδήποτε ύψος
και οι φθαρμένες σόλες με τον γλιτσιασμένο θόρυβο στους λιωμένους δρόμους
καθώς τα απομεσήμερα περπατώ απεγνωσμένα
στης στέρησης τον ξεχειλωμένο λόφο
γύρω μου τα σκοτάδια σηκώνουν το βλέμμα τους προς τα πάνω
αναζητώντας εκείνον που δεν βρήκαν ή που δεν τους θέλησε
τόσος ήλιος εξάλλου τριγύρω
δεν σηκώνεις εύκολα ανάσα
κι ας έχεις μερικούς δαίμονες
να προσφέρεις σ’ εκείνους που την στέγη σου αρνούνται
φοβούνται την συννεφιά αλλά τους συγκλονίζει η επιθυμία
είναι στα λευκά οστά τους που τρέμουν την αγκαλιά σου
Οι άθραυστοι τοίχοι συμμετρικά χτισμένοι μέσα μου
αθώοι από κάθε απαλλαγή λόγω αμφιβολιών
τα μάτια γεμάτα νεκρά ελάφια
και τα έδρανα πλημμυρισμένα από πρόθυμους κατήγορους
οι κοίτες των χειλιών μου ξεχειλίζουν σκοτωμένο αίμα
καθώς τα απομεσήμερα τρέχω απεγνωσμένα
στης έλλειψης την πρησμένη κατηφόρα
γύρω μου οι νύχτες σηκώνουν τα πέπλα τους
προσκαλώντας τον ερωμένο που δεν απάντησαν
ή που απλά τις προσπέρασε
τόσος ήλιος εξάλλου τριγύρω
δεν ανοίγεις εύκολα το σώμα
κι ας έχεις ατελείωτα χιλιόμετρα πληγές
να χαρίσεις σε εκείνους που την στέγη σου φοβούνται
και μένεις μόνη με άδεια ελαφίσια μάτια
να παίζεις το γαϊτανάκι
που πανάκριβα σου δίκασαν
χωρίς ποτέ να υπερασπιστείς την ενοχή σου
Μαρία Ροδοπούλου
οι πτώσεις που δεν προήρθαν από πτήσεις σε οποιοδήποτε ύψος
και οι φθαρμένες σόλες με τον γλιτσιασμένο θόρυβο στους λιωμένους δρόμους
καθώς τα απομεσήμερα περπατώ απεγνωσμένα
στης στέρησης τον ξεχειλωμένο λόφο
γύρω μου τα σκοτάδια σηκώνουν το βλέμμα τους προς τα πάνω
αναζητώντας εκείνον που δεν βρήκαν ή που δεν τους θέλησε
τόσος ήλιος εξάλλου τριγύρω
δεν σηκώνεις εύκολα ανάσα
κι ας έχεις μερικούς δαίμονες
να προσφέρεις σ’ εκείνους που την στέγη σου αρνούνται
φοβούνται την συννεφιά αλλά τους συγκλονίζει η επιθυμία
είναι στα λευκά οστά τους που τρέμουν την αγκαλιά σου
Οι άθραυστοι τοίχοι συμμετρικά χτισμένοι μέσα μου
αθώοι από κάθε απαλλαγή λόγω αμφιβολιών
τα μάτια γεμάτα νεκρά ελάφια
και τα έδρανα πλημμυρισμένα από πρόθυμους κατήγορους
οι κοίτες των χειλιών μου ξεχειλίζουν σκοτωμένο αίμα
καθώς τα απομεσήμερα τρέχω απεγνωσμένα
στης έλλειψης την πρησμένη κατηφόρα
γύρω μου οι νύχτες σηκώνουν τα πέπλα τους
προσκαλώντας τον ερωμένο που δεν απάντησαν
ή που απλά τις προσπέρασε
τόσος ήλιος εξάλλου τριγύρω
δεν ανοίγεις εύκολα το σώμα
κι ας έχεις ατελείωτα χιλιόμετρα πληγές
να χαρίσεις σε εκείνους που την στέγη σου φοβούνται
και μένεις μόνη με άδεια ελαφίσια μάτια
να παίζεις το γαϊτανάκι
που πανάκριβα σου δίκασαν
χωρίς ποτέ να υπερασπιστείς την ενοχή σου
Μαρία Ροδοπούλου