Ίσως φταίει ότι σε
βάφτισαν με μαύρο δανεικό φουστάνι
κι αργότερα τις νύχτες
εκείνες που τα αστέρια χαμήλωναν ίσαμε τους μηρούς σου
ίσαμε να ξύσουν λίγο το λευκό σου όνειρο
δεν σ’ έμαθαν να κλαις
Μετά γύρω από το σώμα σου
μαζεύτηκαν όλες οι αλεπούδες
ανεμίζοντας την κόκκινη γούνα τους
στην γρατζουνισμένη ψυχή σου
Εσύ πάλι δεν έμαθες να κλαις
Μόνο φορούσες τα βλέφαρα της διπλανής γυναίκας
φιλούσες στο στόμα τα παιδιά σου
υπέγραφες με χάρη τις κόκκινες γλώσσες
και ανεβοκατέβαινες τον ουρανό
με μια ροζ κλωστή τυλιγμένη στα μάτια
Η παραλίγο καμένη πυξίδα
σε κρατούσε ανάμεσα στην ανάμνηση και την προσδοκία
ανάμεσα στην βροχή και στην ξηρασία
Ίσως φταίει ότι γεννήθηκες με προσωπίδα
κι ύστερα σαν μεγάλωνες ξένη μα ωραία
αποδήμησε μέσα σου η πόλη των νεκρών
ίσαμε τα στήθια σου
ίσαμε να σφίξουν στα φιδίσια οστά τους
την θάλασσα καρδιά σου
δεν σε έμαθαν να κλαις
αλλά τις μέρες έμαθες πώς να μυρίζεις δυόσμο
Τα βράδια έκλεβες το γιασεμί της διπλανής γυναίκας
και χόρευες στα αρμυρά χαμομήλια της σελήνης
με την ροζ κλωστή στα μάτια
Δεν σ’ έμαθαν να κλαις
Φύτρωνες όμως κάτι ψηλά κυπαρίσσια
όταν όλοι κοιτούσαν την διπλανή γυναίκα
Μαρία Ροδοπούλου
κι αργότερα τις νύχτες
εκείνες που τα αστέρια χαμήλωναν ίσαμε τους μηρούς σου
ίσαμε να ξύσουν λίγο το λευκό σου όνειρο
δεν σ’ έμαθαν να κλαις
Μετά γύρω από το σώμα σου
μαζεύτηκαν όλες οι αλεπούδες
ανεμίζοντας την κόκκινη γούνα τους
στην γρατζουνισμένη ψυχή σου
Εσύ πάλι δεν έμαθες να κλαις
Μόνο φορούσες τα βλέφαρα της διπλανής γυναίκας
φιλούσες στο στόμα τα παιδιά σου
υπέγραφες με χάρη τις κόκκινες γλώσσες
και ανεβοκατέβαινες τον ουρανό
με μια ροζ κλωστή τυλιγμένη στα μάτια
Η παραλίγο καμένη πυξίδα
σε κρατούσε ανάμεσα στην ανάμνηση και την προσδοκία
ανάμεσα στην βροχή και στην ξηρασία
Ίσως φταίει ότι γεννήθηκες με προσωπίδα
κι ύστερα σαν μεγάλωνες ξένη μα ωραία
αποδήμησε μέσα σου η πόλη των νεκρών
ίσαμε τα στήθια σου
ίσαμε να σφίξουν στα φιδίσια οστά τους
την θάλασσα καρδιά σου
δεν σε έμαθαν να κλαις
αλλά τις μέρες έμαθες πώς να μυρίζεις δυόσμο
Τα βράδια έκλεβες το γιασεμί της διπλανής γυναίκας
και χόρευες στα αρμυρά χαμομήλια της σελήνης
με την ροζ κλωστή στα μάτια
Δεν σ’ έμαθαν να κλαις
Φύτρωνες όμως κάτι ψηλά κυπαρίσσια
όταν όλοι κοιτούσαν την διπλανή γυναίκα
Μαρία Ροδοπούλου