Τα μαύρα οχήματα με τους λευκούς καθαριστήρες
η γαμημένη ομίχλη στους δρόμους
στο διάβολο τα περιορισμένα φώτα των περαστικών
ένας μικρός λεκές, κύριε, στα ροζ βρακιά του κόσμου
συγνώμη που χαλάω την συμφωνική σου ανεμελιά
μπορώ να σου δείξω όποτε θες το συμβόλαιο
όταν αισθάνεσαι καλά θα υπογράψεις
Απολογούμαι για την ελαφρότητα του παιδιού
που κυβερνάει την γυναίκα με τα άσπρα μαλλιά
Δεν πρόλαβα να αποφοιτήσω της συμβουλής
σκέφτομαι τα κλαδιά
όχι τις ρίζες
Τα χέρια, κύριε, με πληγώνουν
κλείνω τα μάτια και τους βλέπω
και βλέπω το τσεκούρι που στάζει πετσοκομμένο χώμα
αυτά βλέπω , κύριε
Ένα πουλί παγιδεύτηκε μες στο σπίτι
πάνε χρόνια τώρα
στην αρχή κελαηδούσε ανυπόμονο
μετά έκλαιγε απαρηγόρητο
τώρα κάθεται αμίλητο στην δεξιά γωνία
του ψηλότερου ταβανιού
η σιωπή είναι η εκδίκηση μηνύουν τα μάτια του
το ίδιο και η φλέβα που τρέχει κατά μήκος
του μπράτσου
από τον αγκώνα μέχρι τον καρπό
από τον καρπό μέχρι την γραμμή ζωής
από την γραμμή ζωής μέχρι τον αφανισμό
κι αν δεν με πιστεύεις
είσαι πάντα ευπρόσδεκτος
εδώ δεν κρατάμε ακονισμένα μαχαίρια
Ποτέ δεν μας αγάπησε ο γρήγορος θάνατος
Υ.Γ.
Τα κλαδιά
που βγήκαν από το κρέας που περικυκλώνει την ψυχή μου
με λαβώνουν, κύριε
Μόλις απαλλαγώ από την καταναγκαστική κληρονομιά
με άψογα κεφαλαία θα σου δώσω τον Λόγο
Μαρία Ροδοπούλου