Γεύομαι ολόκληρη ψέματα
απλώνω ουτοπίες στα διάτρητα στόματα
καταιγίδα ανήμερη οι ψευδαισθήσεις
Σε ποιο σύμπαν εμείς οι δυο πεθαίνουμε
Στη σκοτεινή άβυσσο της κλεψύδρας
αναμοχλεύονται ξεχασμένα οστά
Σε ρηχούς τάφους
σάπιες ρώγες σταφυλιών
και μια σαρκοβόρα ανεμώνη
Τα κακά μαντάτα έφτασαν
με την είδηση ότι ο θεός ξεψύχησε
τον παρέσυρε στο γκρεμό
το βάρος της ουράς του
Κοίταζα τον ουρανό
αιωνόβιες συμφορές έριχνε
όταν πρόσεξα την μια γωνιά του κόσμου
ανασηκωμένη
ξεφτισμένη
ξεδοντιασμένη
δύσοσμη
ολέθρια θλιβερή
Την έστρωσα επιμελώς
βάζοντας την στην θέση της
Και συνέχισα να κοιτάω προς τα πάνω
ελάχιστη
αναίμακτη
βλάσφημη
αποτρόπαια
κόρη
ασοβάντιστης γωνιάς και νεκρού θεού
Στον επόμενο θάνατο
θα δωρίσω τη κουδουνίστρα της αιωνιότητας
στο πρώτο περαστικό διάβολο
Μαρία Ροδοπούλου