Οι μέρες τρέφονται
πια
από τις μύγες
και τα ευχολόγια
λιώνουν
όπως οι ζωντανοί νεκροί
που ζητιανεύουν αίμα
στα σπασμένα κηροπήγια
των αγίων τίποτα
Δύσκολο να περνάς
παρελθοντικές πύλες
με άδειες τις κόγχες των ματιών
Κι ο θάνατος
δεν περιμένει της νυχτιάς
τον λιπαρό μίσχο
για ν’ ανθίσει
Αναβάλλομαι συνεχώς
στα άδειους δρόμους
στα σαπισμένα πεζοδρόμια
στις σπασμωδικές κινήσεις
τεράτων έξω απ’ το κατώφλι μου
Κάποτε θα βολευτώ
θα ησυχάσω
στην νεκρική ακαμψία
με τους φίλους
τους ανήσυχους νεκρούς
καρφωμένη σε ιουδαϊκό ιερατείο
θα καμώνομαι την Μεσσία
αλλά στα πόδια
θα φορώ
αχίλλεια τραύματα
Το σώμα μου
κατ’ ανάγκην
εκκλησία
ιδού ξεμπροστιάζομαι
σάρκα μπροστά στους πεινασμένους
χαράματα κι ακόμα να κουραστούν
οι φύλακες της φρίκης
η οργή μου όμως
αυτή η υπέροχη οργή μου
δαίμονας ενάντια
στην θεοποίηση του μηδενός
Αύριο θα ξενυχτήσω τους θεούς
σήμερα οι άνθρωποι δικαιούνται
ένα ψίχουλο αγρυπνίας
Μαρία Ροδοπούλου