Μην χτυπάς, Κύριε.
Κοιμόμαστε ακόμα.
Και οι προσευχές σου ανησυχούν τον ύπνο του τυχαίου.
Δελτία πείνας
μοιράζονται σε κατοχικούς χρόνους.
Σαπισμένα συσσίτια πασπαλισμένα με δήθεν ευχές
και εμπλουτισμένα με ξυράφια κακίας.
Στην ίδια ουρά πεινασμένοι και χορτάτοι.
Κόσμοι γεμάτοι απεγνωσμένους ζήτουλες και χαρούμενους δήμιους
Βαδίζουν στα λυπημένα τοπία παστεριωμένης αποδοχής
αλλά που να βρούν τ' όνομά τους στην αντανάκλαση
βαλτωμένων δείπνων;
Ένα χτύπημα στον ώμο η ανακούφιση
με μια σειρά άπλυτα δόντια
να δαγκώνουν τα πεσμένα γεννητικά όργανα.
Και εγώ τρώω τον θάνατο μπουκιά μπουκιά
απολαμβάνοντας το γδάρσιμο στον λάρυγγα
Ο διπλανός μου μαζεύει τα ψίχουλα που πέφτουν
από τις ευλογίες των επαγγελματιών θλιμμένων
Μηρυκάζει την απόγνωση με μια δόση μουχλιασμένου έρωτα
και 3/4 δανειζόμενων στίχων
Τα έμαθες; με ρωτάει. Η φάμπρικα κοντά στο σπίτι σου
ζητάει
εργάτες για να τρώνε ό,τι πετάει η προηγούμενη βάρδια.
Μαρία Ροδοπούλου