Κι
έτσι κάπως βρόμισα τα μάτια μου
χαϊδεύοντας ξένους εφιάλτες
δίνοντας νερό σε βλέφαρα στεγνά
και ταΐζοντας πλανόδια χείλη
Κάποιος κρυφοκοιτάζει
της κάμαρης μου τα στρωσίδια
και είναι οι πέτρες του πολλές
αποφόρια στοιχειωμένης ψυχής
ρίχνει δόλωμα στην σιωπή
εδώ, φίλε μου, γεράσαμε
η συγκομιδή της σάρκας
σταμάτησε τον περασμένο αιώνα
τώρα
πετάμε λίγο πιο πάνω από σένα
με τις πέτρες μας
στήσαμε μνημείο πεσόντων πόθων
και κυνηγάμε τους ανέμους
ακούγοντας μόνο τον ουράνιο λυγμό
Εγώ;
παράθυρο ανοιχτό τις νύχτες
και το μόνο άλυτο αίνιγμα
εκείνο της σκιάς
που πετάει στο πλευρό μου
Μαρία Ροδοπούλου
χαϊδεύοντας ξένους εφιάλτες
δίνοντας νερό σε βλέφαρα στεγνά
και ταΐζοντας πλανόδια χείλη
Κάποιος κρυφοκοιτάζει
της κάμαρης μου τα στρωσίδια
και είναι οι πέτρες του πολλές
αποφόρια στοιχειωμένης ψυχής
ρίχνει δόλωμα στην σιωπή
εδώ, φίλε μου, γεράσαμε
η συγκομιδή της σάρκας
σταμάτησε τον περασμένο αιώνα
τώρα
πετάμε λίγο πιο πάνω από σένα
με τις πέτρες μας
στήσαμε μνημείο πεσόντων πόθων
και κυνηγάμε τους ανέμους
ακούγοντας μόνο τον ουράνιο λυγμό
Εγώ;
παράθυρο ανοιχτό τις νύχτες
και το μόνο άλυτο αίνιγμα
εκείνο της σκιάς
που πετάει στο πλευρό μου
Μαρία Ροδοπούλου