Αγεφύρωτο το χάσμα ανάμεσα σε μένα και στα παραμύθια που προσεύχονται
Αγαπημένη αδερφή Ειρήνη
Πάει καιρός που έχω να σου γράψω και γνωρίζω πόσο ανησυχείς για μένα. Τελευταία όλο και πιο συχνά βλέπω τα κυρτωμένα σου δάχτυλα στα όνειρά μου και ακούω από μακριά την φωνή σου. Ο ουρανός μοιάζει να έχει σκιστεί στα δύο και το αλύχτημα της νύχτας κάθε βράδυ έξω από το παράθυρο με επιβεβαιώνει. Προσπαθώντας να βρω την πρώτη ερώτηση, την πρώτη απορία από την οποία γεννήθηκαν όλες οι κόρες της αμφισβήτησης, χάθηκα. Και στέκομαι τώρα εδώ σε μία από τις πολλές άκρες της στεριάς και ,αλίμονο, η προοπτική δεν αλλάζει θέμα. Ίσως να φταίει εκείνο το μικρό αγόρι που αντάμωσα σε ένα από τα ταξίδια μου στην Ινδία. Μικροκαμωμένο, ξυπόλητο και με μάτια που έσταζαν σκούρο μέλι με σταμάτησε ξαφνικά στους πολυσύχναστους δρόμους της Καλκούτα, μια ακόμα πόλη με αντιθέσεις ανάμεσα στους ζωντανούς της και τρομακτικές ομοιότητες όταν αναπαύεσαι στην σκιά της. Ο μικρός Μόγλης χωρίς να πει κουβέντα με έπιασε από το χέρι και με οδήγησε σε ένα μικρό χωμάτινο σπίτι σε μία από τις φτωχικές συνοικίες της πόλης. Το σπίτι ήταν υγρό και μισοσκότεινο. Μόνο από ένα στενό παράθυρο έπεφτε λίγο φως σκορπώντας τις σκιές που έμοιαζαν συγκεντρωμένες σε μία συγκεκριμένη γωνία του δωματίου. Στο κρεβάτι που ακουμπούσε στον γδαρμένο τοίχο ήταν ξαπλωμένη μια γυναίκα, λίγο μεγαλύτερή μου. Τα μαύρα της μαλλιά έπεφταν αφρόντιστα στο πλάι και τα κεχριμπαρένια μάτια της γυάλιζαν από τον πυρετό. Ακούμπησα την φωτογραφική μηχανή στο πάτωμα και την πλησίασα υπνωτισμένη. Το αγόρι άρχισε να μου μιλάει γρήγορα στην γλώσσα του δείχνοντας την άρρωστη γυναίκα με το δάχτυλο. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε αλλά ήξερα τι ήθελε. Γονάτισα στο πλάι και έπιασα το λιπόσαρκο χέρι της. Εκείνη παραληρούσε από τον πυρετό αλλά μόλις ένιωσε την προσευχή μου αναστέναξε βαθιά και μου έδειξε το αγαπημένο της μέρος. Σε λίγη ώρα όλα είχαν τελειώσει. Ανασηκώθηκα από τον θάνατο και χάιδεψα τα μαλλιά του μικρού που έκλαιγε πάνω από το άψυχο σώμα της μητέρας του. Τίποτα δεν αλλάζει και σε όποιο σημείο της γης και να τρέξεις δεν μπορείς να κρυφτείς από το πεπρωμένο σου. Είχα περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο όταν ο μικρός με φώναξε. Τον περίμενα να φτάσει κοντά μου. Μου έτεινε ένα μαραμένο λουλούδι λέγοντας μου ευχαριστώ σε σπασμένα αγγλικά. Και πετάχτηκε σαν αστραπή να περάσει τον δρόμο χωρίς να δει το φορτηγό που ερχόταν από την αντίθετη μεριά. Πέθανε ακαριαία.
Συγχώρεσε με που πέρασε καιρός πριν απαντήσω στο γράμμα σου. Δυσκολεύομαι ακόμα να δεχτώ την πραγματικότητα, την αλήθεια που μου φανερώθηκε εκείνα τα ελάχιστα δευτερόλεπτα χιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι. Είτε ζεις με κατεβασμένο το πέπλο είτε ανασηκωμένο το έχεις για μια ψευδαίσθηση της ελευθερίας, ένα είναι το αποτέλεσμα.
Ο Θάνατος που δεν γνωρίζει ούτε πλευρές μηδέ προσευχές.
Μαρία Ροδοπούλου