Κι επειδή δεν είχαν τι να κάνουν
τις μέρες ψήνανε άρτο από πηλό
και προζύμι περιφρόνιας
για τους καταφρονεμένους
διότι τους έμοιαζαν σαν γλάροι αναιμικοί
με φτερά καψαλισμένα
και γλίτσα αυτολύπησης
στα τσιμπλιασμένα αποσιωπητικά τους μάτια
Τα βράδια αφήνανε το αίμα
ν’ αναβλύζει από τις πατούσες
με δαύτο ανάβανε καντήλια
Εκείνο έσταζε στο χώμα
κι ανάσταινε γυναίκα
ενάντια σε ένα βαλσαμωμένο κόσμο
με όρνια ανάξια και βλάσφημους ουρανούς
Γυναίκα
χώμα μου αγαπημένο
με τις λατρεμένες κακώσεις στα δάχτυλα
και στην ψυχή
νανούρισμα γλυκό και ξόρκι εφιάλτη
Ποτέ δεν χώρεσες
σε γη που την σάρκα σου γευματίζει
θυσία μάταιη σε τέρατα λειψά
και σαμαρωμένους γύπες
Μαρία Ροδοπούλου
τις μέρες ψήνανε άρτο από πηλό
και προζύμι περιφρόνιας
για τους καταφρονεμένους
διότι τους έμοιαζαν σαν γλάροι αναιμικοί
με φτερά καψαλισμένα
και γλίτσα αυτολύπησης
στα τσιμπλιασμένα αποσιωπητικά τους μάτια
Τα βράδια αφήνανε το αίμα
ν’ αναβλύζει από τις πατούσες
με δαύτο ανάβανε καντήλια
Εκείνο έσταζε στο χώμα
κι ανάσταινε γυναίκα
ενάντια σε ένα βαλσαμωμένο κόσμο
με όρνια ανάξια και βλάσφημους ουρανούς
Γυναίκα
χώμα μου αγαπημένο
με τις λατρεμένες κακώσεις στα δάχτυλα
και στην ψυχή
νανούρισμα γλυκό και ξόρκι εφιάλτη
Ποτέ δεν χώρεσες
σε γη που την σάρκα σου γευματίζει
θυσία μάταιη σε τέρατα λειψά
και σαμαρωμένους γύπες
Μαρία Ροδοπούλου