Σφηκοφωλιά ο κόσμος
και τα όνειρα γεμάτα εφιαλτικούς σκόρους…
Έτος Μηδέν
Γνωρίστηκαν μετά το ξέσπασμα της πανδημίας που σάρωσε σαν πύρινη λαίλαπα όλον τον κόσμο. Σ’ ένα σκοτεινό, εγκαταλελειμμένο ορυχείο κοντά στο Μαρκόπουλο, όπου αρκετοί είχαν ζητήσει καταφύγιο. Για να γλυτώσουν από εκείνους που τους κυνηγούσαν με μανία σαν να ήταν λυσσασμένα σκυλιά. Μόνο τις νύχτες έβγαιναν έξω, σε αναζήτηση τροφής. Το ορυχείο μύριζε μούχλα και θάνατο και ήταν γεμάτο τρωκτικά. Της άρεσε να τα κυνηγάει και είχε καταφέρει κάποιες φορές να πιάσει ένα-δύο. Κι έτσι όπως στρίγγλιζαν από φόβο τα έφερνε στο στόμα της και τους έκοβε τον λαιμό με τα μικρά της κοφτερά δόντια. Μετά της άρεσε να στέκεται με την γλώσσα έξω κάτω από ένα σημείο που έσταζε νερό και να νιώθει την δροσιά να κατρακυλάει στα πύρινα σωθικά της. Αρχικά, το κορίτσι με τα μαύρα μακριά μαλλιά και τα κατακόκκινα, πια, μάτια φοβόταν να βγει, κι έτσι ένα αγόρι, κοντά στην ηλικία της, της έφερνε φαγητό προσπαθώντας να την πλησιάσει. Πέρασαν μέρες μέχρι να καταφέρει να μην αποτραβιέται όποτε την άγγιζε. Της χάιδευε το βρώμικο μάγουλο με το αδύνατο χέρι του και σιγά-σιγά άρχισε να αποζητάει το άγγιγμά του.
Τώρα πια τις μέρες κοιμούνται αγκαλιά, και τα όνειρά τους πλέον συνδέονται. Η καρδιά της χτυπάει δυνατά δίπλα στην δική του και δεν την νοιάζει καθόλου όταν κάνουν έρωτα σε μια σκονισμένη γωνιά με τους άλλους τριγύρω τους. Νιώθει την έξαψη τους και αυτό την κάνει να τον θέλει πιο πολύ. Όταν βογκάει από έκσταση, όλοι βογκάνε μαζί της. Ξέρει ότι έχουν βγει στην επιφάνεια κάποια ζωικά ένστικτα αλλά δεν μπορεί να καταλάβει για ποιο λόγο το σκέφτεται αυτό.
Εκείνος της μιλάει συνεχώς μες στο μυαλό της πια. Της είπε ότι κάποτε τον λέγανε Νίκο και δούλευε μαζί με τον πατέρα του στις οικοδομές πριν ξεσπάσει ο Stardust-K9. Αφού περιπλανήθηκε καιρό, ακολούθησε κάποιους άλλους και κατέληξε εδώ. «Σ’ ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Μυρίζεις κυπαρίσσι κι η γεύση σου είναι το μέλι που με τραβάει» της είπε ντροπαλά στο μυαλό της. Προσπαθούσε σκληρά να του απαντήσει φωναχτά αλλά η γλώσσα της ήταν ακόμα πρησμένη κι ένιωθε σαν ένα μεγάλο καρύδι να είχε σταθεί στον λαιμό της. «Νομίζω την έλεγαν Ισιδώρα, του είπε με δυσκολία.
Εκείνη, πριν η ανθρωπότητα περάσει σε άλλο στάδιο εξέλιξης, ήταν φοιτήτρια στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Ζούσε με τους γονείς της και τον αδερφό της σε κάποιο όμορφο, ήσυχο προάστιο των Αθηνών. Τώρα, είχαν όλοι χαθεί. Μόνο η ίδια είχε καταφέρει, τελευταία στιγμή, να σωθεί από την λεγόμενη «εκκαθάριση». Είχε κρυφτεί στον υπόνομο που περνούσε έξω από το σπίτι της, με μόνα εφόδια ένα φακό που γρήγορα ξέμεινε από μπαταρίες και ένα πακέτο μπισκότα. Δεν θυμόταν πόσο καιρό έμεινε εκεί ούτε τι έτρωγε όταν τελείωσαν τα μπισκότα. Οι πληγές στο σώμα της δεν την πονούσαν πια, το πύον είχε λιγοστέψει και τα μαλλιά της είχαν σταματήσει να πέφτουν. Είχαν αρχίσει να πέφτουν τρεις μέρες αφότου εμφάνισε τα συμπτώματα, κάτι που την είχε γεμίσει απελπισία. Κάποια νύχτα, όταν ο κόσμος είχε σωπάσει, τόλμησε να βγει από τον υπόνομο. Όπως κι εκείνος, έτσι κι αυτή είχε ακολουθήσει κάποιους νυχτόβιους ρακοσυλλέκτες. Κι είχε καταλήξει, μέσα από πάλη και αίμα, να βρεθεί μαζί του». Όταν σκέφτεται το αίμα, σκέφτεται εκείνον. Την απόλυτη ένωση με εκείνον που κάποτε είχε ένα όνομα. Η σκέψη του αίματος την θολώνει, κατεβάζει μια άλικη κουρτίνα στην ύπαρξή της.
Τα μάτια της λύνονται στο ύψος της μυρωδιάς κι οι κάλυκες
της γεύσης γδέρνονται στην τραχιά πλαγιά του εφιάλτη.
Ούτε καν θυμόταν πως βρέθηκαν εκεί,
μέχρι που ο σύντροφός της, της θύμισε αποσπασματικά.
Κι η δική του μνήμη, ήταν πλέον θραύσματα.
Η κυβέρνηση είχε αποφασίσει να τερματίσει όσους είχαν εμφανίσει συμπτώματα του ιού ή όσους είχαν έρθει κοντά σε μολυσμένους. Στην αρχή της επιδημίας, όλος ο κόσμος αποζητούσε απεγνωσμένα εμβόλιο απέναντι στον εξωγήινο, φονικό ιό. Μετά από όλες τις θεωρίες περί τέλους του κόσμου από εργαστηριακό ιό, τελικά το τέλος ήρθε από ένα μικρό, ασήμαντο κομήτη που έπεσε στην γη, σε κάποιο χωριό της Αφρικής. Τα πρώτα κρούσματα πέρασαν απαρατήρητα, αλλά όταν άρχισαν να εξαπλώνονται, τα διάφορα κράτη προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν την επιδημία με καραντίνα. Ήταν ήδη αργά. Ο αόρατος εχθρός ήταν αερομεταφερόμενος και όταν μόλυνε τους ανθρώπους άρχιζε να τους αλλάζει, να τους εξελίσσει όπως είπαν κάποιοι επιστήμονες.
Όσο οι μέρες περνούσαν, η ακοή τους κι η όρασή τους είχε βελτιωθεί τόσο που βλέπανε τα πάντα με το λιγοστό φως που έμπαινε στα έγκατα της γης που είχαν κρυφτεί.
Μύριζαν τα πάντα, ακόμα και το αίμα που κυλούσε στις φλέβες των μικρών τρωκτικών. Τα μαλλιά της είχαν μακρύνει πάλι και ένα μικρό χνούδι κάλυπτε όλο της το σώμα, τα νύχια της είχαν μεγαλώσει και την έκαιγε μια ακατανίκητη επιθυμία που δεν μπορούσε ακόμα να προσδιορίσει. Όμως ένιωθε, πια, έτοιμη να βγει
στον τρομακτικό κόσμο.
Ένα βράδυ, πήγε μαζί με εκείνον και μια μικρή ομάδα τρωγλοδυτών να ψάξουν για τροφή. Μόλις βγήκε έξω, στάθηκε όρθια και τα ρουθούνια της άνοιξαν διάπλατα όταν οι οσμές της νύχτας επιτέθηκαν στην όσφρησή της. Ένα μικρό σύρσιμο, την έκανε να αναπηδήσει και τα νέα, βελτιωμένα μάτια της, έψαξαν την πηγή του θορύβου.
Το φως του φεγγαριού ήταν αρκετό για να τους καθοδηγήσει ως την νεκρή πόλη.
Αυτοκίνητα αναποδογυρισμένα, βιτρίνες σπασμένες
και πτώματα που σάπιζαν αργά, στους δρόμους και στα πεζοδρόμια. Πλησίασε αργά το πτώμα ενός μικρού αγοριού που είχε πεθάνει σχετικά πρόσφατα και γονάτισε δίπλα του. Άρχισε να το μυρίζει από πάνω μέχρι κάτω και μετά πέρασε την γλώσσα της πάνω από το μικρό άψυχο χέρι. Έκανε μια γκριμάτσα αηδίας και πήγε να σηκωθεί. Πυροβολισμοί διέκοψαν την νεκρική σιγή. Η κοπέλα τινάχτηκε σαν αστραπή προς το μέρος του νεαρού που είχε πέσει κάτω. Έτρεχε αίμα από το χέρι του και μια γκριμάτσα πόνου είχε απλωθεί στο πρόσωπό του. Οι άλλοι είχαν κρυφτεί στ’ άδεια μαγαζιά. Τον άρπαξε και σαν να ήταν πούπουλο τον έριξε στον ώμο της και άρχισε να τρέχει σαν τρελή ενώ οι σφαίρες περνούσαν δίπλα τους σαν μανιασμένες σφήκες. Κρύφτηκαν πίσω από ένα αυτοκίνητο. Μόλις τον ακούμπησε κάτω, πέρασε την γλώσσα της πάνω από το τραύμα στο χέρι του.
Ένιωσε αμέσως την ανακούφισή του και συνέχισε να γλείφει μέχρι που η πληγή άρχισε να κλείνει. Τα ποδοβολητά κι οι φωνές προς το μέρος τους, την έκαναν να σταματήσει και να ρίξει μια κλεφτή ματιά. Δύο άντρες με καραμπίνες στα χέρια έψαχναν να τους βρουν. Ένα σιγανό γρύλισμα αναδύθηκε από τον λάρυγγά της και έμεινε ακίνητη πεσμένη στα τέσσερα. Μόλις είδε τα παπούτσια του ενός να ξεπροβάλλουν, τινάχτηκε σαν εξοργισμένη λέαινα πάνω του, ρίχνοντας τον κάτω. Ο νεαρός δίπλα της, μιμούμενος το παράδειγμά της, χίμηξε στον δεύτερο άντρα που πρόλαβε να βγάλει μια κραυγή τρόμου και έκπληξης πριν νιώσει τα κοφτερά δόντια του νεαρού στο πρόσωπό του. Η κοπέλα με απίστευτη δύναμη, καθήλωσε τον άντρα κάτω και άρχισε να τον μυρίζει . Τα μάτια του άγνωστου ήταν διάπλατα ανοιχτά από τον τρόμο και τα ούρα τρέχανε από τα πόδια του σχηματίζοντας μια λιμνούλα. Άρχισε να παλεύει για να ελευθερωθεί, αλλά η κοπέλα τον δάγκωσε στην καρωτίδα και το αίμα πετάχτηκε σαν πίδακας. Και τότε, άρχισε να τον πίνει. Το μυαλό της ενώθηκε με την υπόλοιπη ομάδα, κι ένιωσε την έξαψη και την πείνα τους να ενώνεται με την δική της. Όταν ο άντρας είχε πια πεθάνει, τον πέταξε στο πλάι και ένα ουρλιαχτό θριάμβου βγήκε από τον λαιμό της. Γύρισε κι αντίκρισε τον σύντροφό της λουσμένο στο αίμα. Πήδηξε πάνω του και άρχισαν να ζευγαρώνουν με φρενίτιδα ενώ όλη η αγέλη ούρλιαζε
στο μυαλό τους.
Το ξημέρωμα, κι ενώ κοιμόντουσαν στο παλιό ορυχείο,
ένας μεγάλος εκκωφαντικός θόρυβος τους έκανε να αναπηδήσουν τρομαγμένοι. Η γη σείστηκε και ξύλα, χώμα και πέτρες πέφτανε από την οροφή δημιουργώντας χάος και σκόνη. Όλοι ουρλιάζαν και έτρεχαν προς την έξοδο όταν τεράστιοι βράχοι έπεσαν καλύπτοντας την μοναδική διαφυγή. Ο νεαρός άρπαξε από το χέρι την κοπέλα και άρχισαν να τρέχουν προς το εσωτερικό του ορυχείου, όλο και πιο βαθιά μες στην γη. Όταν καταλάγιασε ο θόρυβος, στάθηκαν ακίνητοι και κοίταξαν τριγύρω τους. Είχαν γλυτώσει αυτοί και άλλα πέντε άτομα. Οι υπόλοιποι είχαν καταπλακωθεί στις εξωτερικές στοές.
Έξω ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά και μια ομάδα τεσσάρων ατόμων ήταν έξω από την κλειστή, πια, είσοδο του ορυχείου.
«Έχουμε πολλές φωλιές, ακόμα, να σφραγίσουμε. Πάμε».
είπε ο μεγαλύτερος από τους τέσσερις και γύρισε την πλάτη στον ομαδικό, πια, τάφο.
Εκείνη, αφού πέρασε πολλή ώρα εξερευνώντας την στοά, βρήκε κάτι που την γέμισε έξαψη. Τράβηξε το αγόρι από το χέρι δείχνοντας του τι είχε βρει. Ένα μικρό λαγούμι που είχαν σκάψει τρωκτικά και από το οποίο ερχόταν φρέσκος αέρας. «Θα μας πάρει χρόνο αλλά θα βγούμε» του ψιθύρισε στο μυαλό του. Όταν μετά από ώρες κατάφεραν να βγουν, ο ήλιος είχε δύσει. Στάθηκαν στην κορφή του υψώματος και κοίταξαν την γη ν’ απλώνεται κάτω από τα πόδια τους.
Τα μάτια τους πετούσαν κόκκινες σπίθες κι από τα λαρύγγια τους βγήκε ένας δυνατός, ενωμένος βρυχηθμός.
Αυτός ο κόσμος ήταν δικός τους.
Melissa Harlloween
(aka Μαρία Ροδοπούλου)