Πάντα
μου άρεσε να μοιράζομαι κάτι που κινώ να γράφω με εσάς
που με διαβάζετε στα «κρυφά» και αγαπώ αυτή την μυσταγωγία, μου θυμίζει αποδράσεις
σε σκοτεινές άναστρες νύχτες μεθυσμένες από malt αισθήσεις
και μοναχικές ώρες…
Η έμπνευση πολλές φορές έρχεται
λίγο πριν κάτσω εδώ στο «σκοτεινό, μυστικό δωμάτιο» και αποτυπώσω
τις εικόνες. Ή ακόμα πιο πολλές φορές, έρχεται και μένει απλά στην φαντασία,
δειλή κι απρόσιτη στα πληκτρολόγια και στην έκφραση. Πριν καν βγει όμως το
δεύτερο μιας τριλογίας (ελπίζω σύντομα το δεύτερο σε έντυπη μορφή) με κυνηγάει
ήδη το «φάντασμα του μέλλοντος» και η ιστορία του θα ξεκινάει κάπως έτσι…
per voi
Τότε…
Το 14χρονο αγόρι με τα σκούρα καστανά μαλλιά και τ’ αλλόκοτα μάτια, καθόταν σαν
πολυκαιρισμένο άγαλμα στα ξύλινα σκαλοπάτια της μπροστινής βεράντας του σπιτιού. Τα χέρια του
τρέχανε σαν μικρά, τυφλά πουλιά πάνω στις σελίδες ενός βιβλίου με ασυνήθιστα
σύμβολα πάνω στο χάρτινο κορμί του. Τον
τελευταίο χρόνο, η όρασή του είχε χειροτερέψει. Σαν να μην έφτανε που τα όνειρά
του διάβαιναν τις σκιές, έπρεπε κι η πραγματικότητα να κυλάει ανάμεσα στο μαύρο
ή στην καλύτερη των περιπτώσεων πίσω από ένα αδιαφανές γκρίζο πέπλο. Τα χέρια του ακινητοποιήθηκαν καθώς ένας γνωστός ήχος
χάιδεψε το πρόσωπό του. Ένα τρίξιμο στον ξύλινο φράχτη που χώριζε το σπίτι του
με το διπλανό και χαρούμενα, γρήγορα ανάλαφρα βήματα προς το μέρος του. Η
ακαθόριστη φιγούρα στάθηκε μπροστά του και η όσφρησή του έπιασε γνωστές
αγαπημένες μυρωδιές. Δεν ήξερε γιατί ήταν αγαπημένες, απλά ήταν. Εξάλλου όταν
είσαι 14 ετών δεν αναλύεις αισθήματα, τα βιώνεις. Μια μυρωδιά τσιχλόφουσκας αναμιγμένη
με σαπούνι και μια ανάσα που άνθιζε βανίλιες. Πριν καν μιλήσει η φιγούρα, τα
μακριά μαλλιά της χάιδεψαν τα δάχτυλά του καθώς έσκυβε από πάνω του. «Ορέστη,
γιατί είσαι μόνος σου;» ακούστηκε η παιδική φωνή της «Και πάλι μαθηματικά
διαβάζεις; Θα γίνεις ένας κατσούφης, στριμμένος δάσκαλος με την μύτη χωμένη σε
αποδείξεις κι ακατανόητα σύμβολα» συνέχισε η περιπαιχτική φωνή με αποκορύφωμα
το σκάσιμο της τσιχλόφουσκας πάνω στο χέρι του. Το αγόρι γέλασε αφήνοντας στην
άκρη το βιβλίο. «Μυρτώ, ειλικρινά, εσύ κι ο αδερφός μου έχετε μείνει ακόμα στην
ηλικία των δράκων και των απόρθητων κάστρων. Και της τσίχλας, πρέπει να
προσθέσω» είπε νιώθοντας εκείνο το γνωστό σφίξιμο στο στήθος του κάθε φορά που
το μικρότερο κατά δύο χρόνια κορίτσι τον πλησίαζε. Ποτέ δεν την είχε δει όπως πραγματικά
ήταν. Σχεδόν όλη του την ζωή, τα πάντα ήταν ένα θολό ασύμμετρο περίγραμμα. Και συνήθως
αυτό δεν τον ενοχλούσε. Ήταν κάτι που είχε αποδεχτεί. Αλλά ήθελε
απεγνωσμένα να δει την Μυρτώ. Είχε σκεφτεί
πολλές φορές να της ζητήσει να την δει με τα δάχτυλα αλλά
ντρεπόταν. Κι έτσι είχε αρκεστεί στην πεζή περιγραφή του μικρότερου κατά έναν
χρόνο αδερφού του. «Καλή είναι, μελαχρινή με καστανά μάτια» είχε πει ο Οδυσσέας
ανασηκώνοντας τους ώμους του καθώς έχωνε άλλη μια καραμέλα στο στόμα του. Τα
σκαλοπάτια έτριξαν καθώς η Μυρτώ κάθισε πλάι του βάζοντας στα χέρια του ένα
μικρό κουλούρι. «Δοκίμασε, τα έφτιαξε η μαμά μου πριν λίγο.«Ξέρεις, Μυρτώ, είπε
κομπιάζοντας παίρνοντας την γενναία απόφαση τώρα που ήταν μόνοι τους, θέλω να
σε δω. Μπορώ ν’ ακουμπήσω τα χέρια μου στο πρόσωπό σου;» Το 12χρονο κορίτσι
έμεινε σιωπηλό για λίγο και μετά πήρε τα χέρια του στις μικρές λιγνές χουφτίτσες
της. «Ξέρω έναν καλύτερο τρόπο. Τα μάτια βλέπουν μόνο ό, τι θέλουν. Θα σε δω στην άλλη πλευρά του κόσμου»
του ψιθύρισε και σήκωσε το πέπλο που θρυμματίζει διάσταση και πραγματικότητα...
Μαρία Ροδοπούλου