Πώς
ξεψυχούσαν έτσι γρήγορα οι ώρες
σαν τα κομμένα ρόδα στο βάζο της μητέρας
με
την φυγή να σαπίζει
αργά αλλά πάντα τρυφερά
στα μάτια τους
Κι αυτή η μητέρα, ανένδοτη του μαρασμού,
μάζευε
στην ποδιά της του κήπου τα μυρωδικά
αλέθοντας
την δυστυχία ανάμεσα
στα
τραχιά της χέρια
ανεπηρέαστη
της θύελλας που ρήμαζε
τις
νεόκτιστες φωλιές των χελιδονιών
Και μόνο που και που τα μεσημέρια
άκουγες
τα κρωξίματα
από
τα μελλοθάνατα νεογνά
ν’
αναγγέλλουν την πτώση του καλοκαιριού
από
τα ισχνά τους βλέφαρα
Πώς
ξεψύχησαν έτσι οι ώρες, αγάπη μου
ούτε
ενός περιπάτου απόσταση
απ’
εδώ ίσαμε τον γκρεμό δεν άντεξαν
Κι
απομείναμε κομμένα ρόδα
να
σαπίζουμε αργά στα βάζα που μας στόλισαν
με
μια πένθιμη γλυκερή μυρουδιά
θριαμβική υποστολή ζωής
Μαρία Ροδοπούλου