Οι σημειώσεις που κρατούν
τα όνειρα το βράδυ
στέλνουν στο διάβολο
όλους τους μνηστήρες
πνευματικών δικαιωμάτων
της λύπης μου
Μόνη καταδύομαι
μόνη ανυψώνομαι
κι ας κυρτώνει το βλέμμα
από της λησμονιάς την πείνα
Αλλά γνωρίζω ακριβώς πότε
τελειώνει η στιγμή
κι εγώ μισοσβησμένο υστερόγραφο
πάνω στο μάρμαρο ξεδοντιασμένων οραμάτων
Ενίοτε βγαίνει από την κορνίζα
κι ανάβει τα μάτια τους με τις νεκρές
προσδοκίες
Κλαίω με ευγνωμοσύνη αλλά δεν τον συγχωρώ
Τις μέρες βάζω κομπρέσες στ’ αλώβητα σημεία του σώματος
και τα καθησυχάζω με το
μονότονο μουρμουρητό
των διπλανών πληγών
Δεν υπάρχει αποκορύφωση
παρά μόνο υποψία αυτής σαν φτάνει η επόμενη
Τότε με πιάνει ασταμάτητος
βήχας
και λερώνω τα δευτερόλεπτα με την βιασύνη μου
Ζευγαρώνω πάλι με το παλιό
έγκλημα
Σεσημασμένη πρόωρης
αυτοπυρπόλησης
με κορμί που μυρίζει
αναπόφευκτο
Κάποτε οι δρόμοι ξεβράζουν τα
χιλιόμετρα
που δεν διανύθηκαν
αλλά ποιος μετράει αποτυχίες
Τρύπιες οι σωσίβιες ελπίδες
και αυτός που χτυπά την πόρτα
ξέρει πως κανείς δεν θα του ανοίξει
Κάποιος σταματά μπροστά μου
και πετάει τα πράσινα παπούτσια
του
στ’ απραγματοποίητα που πάσχουν από νεκρική ακαμψία
Κλαίω από ανακούφιση αλλά δεν τον συγχωρώ
Οι στάχτες έχουν ήδη
χρησιμοποιήσει όλα τα οδοιπορικά αγωνίας
χωρίς ούτε έναν επουλωμένο αποχαιρετισμό
Μαρία Ροδοπούλου