26 Νοε 2022

Ωδή σε ένα αηδόνι - John Keats

 

Η καρδιά μου ψυχορραγεί
μουδιασμένες οι αισθήσεις
σα να τις πότισα φαρμάκι
ή σαν, έξαφνα, να στράγγισα
              ζωή
και λήθη να με ονόμασαν

Δεν είναι ότι φθονώ την ευτυχία σου
        - αλλά χαρούμενος κι εγώ
                          στη χαρά σου
τι  σκευωρία μελωδίας σκορπάς
   --  ελαφρόφτερη των δέντρων κόρη δρυάδα
γεμάτη οξιές και αμέτρητες σκιές
τραγουδώντας  ολόψυχα
την ευθυμία ενός θέρους  

 

Αχ, μια γουλιά μονάχα απ’ το γιοματάρι
       - για χρόνια μέστωνε βαθιά στο χώμα
που άνθη και χορτάρι εξοχής μυρίζει
       τραγούδια και ξέφρενος χορός
                   γλυκιά  μέθη κάτω απ’ το λιοπύρι
Αχ μια κούπα γεμάτη ζεστό Νότο
      ξεχειλισμένη από την πορφυρή Ιπποκρήνη
με τις αφρώδεις  παιχνιδιάρικες σταγονίτσες
             να βάφουν μωβ
                      τ’ άλικα χείλη
αυτά θα ήθελα να πιω
            αόρατος στον κόσμο
   και μαζί
         να χαθούμε στο λυκόφως
                   του σκιώδες δάσους

Να ξεθωριάσω
           να σκορπιστώ
και να ξεχάσω
         ό,τι εσύ δεν έμαθες ποτέ
                ανάμεσα στις φυλλωσιές

Την κόπωση, τον πυρετό, τον καημό
    εδώ όπου οι άνθρωποι ζουν
          με την οδύνη τους για συντροφιά
   εδώ που τα γέρικα πρόσωπα
                 με τα λιγοστά γκρίζα μαλλάκια
                              τρέμουν
εδώ που η νιότη χλωμιάζει
                και σαν ισχνή οπτασία ξεψυχά
    εδώ που ακόμα κι η σκέψη σου
                        είναι θρήνος
    και τα βλέφαρα  απεγνωσμένα γέρνουν
            εδώ που η ομορφιά μαραίνεται
κι ο έρωτας γρήγορα μαραζώνει

Γι αυτό σου λέω, μακριά, πολύ μακριά
θα πετάξω κοντά σου
      όχι με του Βάκχου το άρμα
                   που λεοπαρδάλεις το σέρνουν
αλλά πάνω στα αθέατα φτερά της Ποίησης
     κι ας σαστίζει και διστάζει
                                  το θολό μυαλό

Ήδη μαζί σου! Τι τρυφερή που ‘ναι η νύχτα
          και η Βασίλισσα Σελήνη
                   στο θρόνο της γερμένη
                τριγύρω της
                             οι νεράιδες των αστεριών
αλλά εδώ δεν υπάρχει φως
      εκτός από εκείνο που ξεγλιστρά
                  από τον Παράδεισο
κι ένα αεράκι το φέρνει
        μες από απειλητικές σκιές
                και ανεμοδαρμένα χλοερά μονοπάτια  
          
                      
             
Δε ξέρω τι λουλούδια στα πόδια μου ανθίζουν
            ούτε τι μύρο κρέμεται στα κλώνια τους
όμως, μες στο βαλσαμωμένο σκοτάδι,
                      μαντεύω κάθε τι γλυκό
                που φέρνουν οι εποχές
Το χορτάρι, τα δεντράκια, τις αγριοκερασιές
τους ασκόλυμπρους,
τις ανήμερες τριανταφυλλιές,
          τις βιολέτες
που πάνω στα φύλλα γρήγορα μαραίνονται
Και του Μάη το πρώτο του παιδί
                   η μοσκιά
                        ολόγεμη μπουμπούκια
                            μες στη κρασάτη πάχνη
                                που οι πολυάσχολες μύγες

μόλις φυσήξει ζέφυρος στοιχειώνουν
                
Στο σκότος αφουγκράζομαι
και είναι πολλές οι φορές
            που έναν γαλήνιο Θάνατο
                είχα – σχεδόν – αγαπήσει
τον είχα καλέσει με λόγια τρυφερά
                    με ρίμες εμπνευσμένες
για να χαρίσει στον αγέρα
                την αμυδρή μου ανάσα
και τώρα περισσότερο από ποτέ
                να πεθάνω επιθυμώ
      μια βραδιά χωρίς πόνο να εξαφανιστώ
         καθώς της ψυχής σου το σώσμα
                       θα σκορπάς
                   σε υπέρτατη έκσταση!       
Ακόμα κι αν θρηνείς
                ανώφελο θα είναι στ’ αυτιά μου
εγώ χώμα θα είμαι πια
           όταν τον επικήδειο θα ψέλνεις                    


Εσύ δε γεννήθηκες για το θάνατο,
                       αθάνατο πουλί
Σ’ αρχαίες εποχές από αυτοκράτορες

                   Και κλόουν
έχει ακουστεί η φωνή
          που αυτή την περαστική νύχτα ακούω
ακούστηκε
μέσα από της Ρουθ την πληγωμένη καρδιά
           που την πατρίδα της πεθυμούσε
όταν πότιζε με δάκρυα ξένης γης σπαρτά
κι από τον ίδιο παλιά ακούστηκε
        όταν μυστικά παραθύρια
                   οργισμένων πελάγων
                 σε ξωτικές  ερημικές γαίες
μάγευε
            
           

Ερημιά,
η λέξη ακούγεται σαν καμπάνα
 κι από σένα μακριά με παίρνει
          στη μοναξιά μου με γυρίζει
Αντίο! Η φαντασία δεν εξαπατά καλά
         κι ας είναι φημισμένη
               ότι ακόμα και ξωτικά περιπλανά
Αντίο! Αντίο!
               Ο πένθιμος ύμνος σου σβήνει
περνάει τα κοντινά λιβάδια,
           το σιωπηλό ρυάκι,
το λόφο
       και τώρα σε ένα ξέφωτο
                στην επόμενη κοιλάδα
          έχει θαφτεί
Ήταν όραμα
       ή όνειρο άγρυπνης επιθυμίας;
Πέταξε μακριά η μουσική
           Είμαι ξύπνιος ή κοιμάμαι;

 

  Απόδοση
Μαρία Ροδοπούλου  
 



  Αφιερωμένο στον Στέλιο
Χρόνια Πολλά, Gandalfa ;)


Ode to a Nightingale - John Keats

 

My heart aches, and a drowsy numbness pains

         My sense, as though of hemlock I had drunk,

Or emptied some dull opiate to the drains

         One minute past, and Lethe-wards had sunk:

'Tis not through envy of thy happy lot,

         But being too happy in thine happiness,—

                That thou, light-winged Dryad of the trees

                        In some melodious plot

         Of beechen green, and shadows numberless,

                Singest of summer in full-throated ease.

 

O, for a draught of vintage! that hath been

         Cool'd a long age in the deep-delved earth,

Tasting of Flora and the country green,

         Dance, and Provençal song, and sunburnt mirth!

O for a beaker full of the warm South,

         Full of the true, the blushful Hippocrene,

                With beaded bubbles winking at the brim,

                        And purple-stained mouth;

         That I might drink, and leave the world unseen,

                And with thee fade away into the forest dim:

 

Fade far away, dissolve, and quite forget

         What thou among the leaves hast never known,

The weariness, the fever, and the fret

         Here, where men sit and hear each other groan;

Where palsy shakes a few, sad, last gray hairs,

         Where youth grows pale, and spectre-thin, and dies;

                Where but to think is to be full of sorrow

                        And leaden-eyed despairs,

         Where Beauty cannot keep her lustrous eyes,

                Or new Love pine at them beyond to-morrow.

 

Away! away! for I will fly to thee,

         Not charioted by Bacchus and his pards,

But on the viewless wings of Poesy,

         Though the dull brain perplexes and retards:

Already with thee! tender is the night,

         And haply the Queen-Moon is on her throne,

                Cluster'd around by all her starry Fays;

                        But here there is no light,

         Save what from heaven is with the breezes blown

                Through verdurous glooms and winding mossy ways.

 

I cannot see what flowers are at my feet,

         Nor what soft incense hangs upon the boughs,

But, in embalmed darkness, guess each sweet

         Wherewith the seasonable month endows

The grass, the thicket, and the fruit-tree wild;

         White hawthorn, and the pastoral eglantine;

                Fast fading violets cover'd up in leaves;

                        And mid-May's eldest child,

         The coming musk-rose, full of dewy wine,

                The murmurous haunt of flies on summer eves.

 

Darkling I listen; and, for many a time

         I have been half in love with easeful Death,

Call'd him soft names in many a mused rhyme,

         To take into the air my quiet breath;

                Now more than ever seems it rich to die,

         To cease upon the midnight with no pain,

                While thou art pouring forth thy soul abroad

                        In such an ecstasy!

         Still wouldst thou sing, and I have ears in vain—

                   To thy high requiem become a sod.

 

Thou wast not born for death, immortal Bird!

         No hungry generations tread thee down;

The voice I hear this passing night was heard

         In ancient days by emperor and clown:

Perhaps the self-same song that found a path

         Through the sad heart of Ruth, when, sick for home,

                She stood in tears amid the alien corn;

                        The same that oft-times hath

         Charm'd magic casements, opening on the foam

                Of perilous seas, in faery lands forlorn.

 

Forlorn! the very word is like a bell

         To toll me back from thee to my sole self!

Adieu! the fancy cannot cheat so well

         As she is fam'd to do, deceiving elf.

Adieu! adieu! thy plaintive anthem fades

         Past the near meadows, over the still stream,

                Up the hill-side; and now 'tis buried deep

                        In the next valley-glades:

         Was it a vision, or a waking dream?

                Fled is that music:—Do I wake or sleep?



 

Dark Virtual Poetry

Dark Virtual Poetry σημαίνει αποκάλυψη της Σκοτεινής Ανθρώπινης Πλευράς. Δεν στοχεύει στην Εσταύρωση Πιστεύω ούτε στη γελοιοποίηση Ηθών. Δεν υποκύπτει όμως στους συντηρητικούς ευνούχους, αξιολύπητα τέκνα μιας ανέραστης, νεκρής κοινωνίας. Δεν διαφημίζει , δεν ψάχνει για οπαδούς. Ίσα Ίσα τους απεχθάνεται . Ενδιαφέρεται Μόνο για αληθινούς φίλους αναγνώστες. Σκοπός της Μαρίας Ρ. η Απομυθοποίηση Ανθρώπων και Θεών.Δεν υπάρχει προορισμός και οι διαδρομές είναι ασχημάτιστες.

Η Γη πυρπολείται απο υπ-ανθρώπους αλλά εμείς ακόμα υπάρχουμε και κανείς δεν μπορεί να μας στερήσει τη ξιφολόγχη των λέξεων

Αλλά πάντα
υπάρχει το αύριο
που γεννά νέες προσδοκίες
νέα αινίγματα
νέα θαύματα

Σήμερα θ’ αρκεστούμε
στη σιωπή


Μ.Ρ
Οι υποτελείς μέρες
σπαταλώνται άνετα
στην αυτοτελή μας δυστυχία
καθώς τρέφονται
τα γύφτικα ερπετά
απ'την αυτάρκεια
του πόνου μας


Μ.Ρ.

Alex Papadiamantis

Blog Archive