Τα ποτάμια που διασχίζουν τα βουνά
και το ξίφος στα χέρια ενός ρευστού πεπρωμένου
Αδάμαστη τεχνική
να γεμίζεις ένα σύμπαν σκότος
και παρόλα αυτά
να καρφώνεις γαλαξίες
στο γαλάζιο μπολερό του
Περπατά στη
χορταριασμένη στέγη
μισογκρεμισμένης οπτασίας
πάνω στα μαύρα πλήκτρα περιορισμένης όρασης
ανένδοτη επιθυμίας
για εκείνη όλος ο θρήνος
είναι μονάχα ένα αυτί
αφημένο στις κάτω νότες
μια κηδεία στα βλέφαρα
και ξεραμένο στο στόμα αίμα
τι κι αν χάθηκε όλος ο κόσμος;
ξεριζώνει τα φρύδια της ψευδαίσθησης
και σηκώνει το βέλο της παραίτησης
νομίζεις πως όλα είναι απλώς μία μάχη;
όταν Πενθεσίλεια βαδίσει στα χλωμά γαμήλια σεντόνια
και μεθύσει στα δάχτυλα του φονιά της
-
ασπρόμαυρη η αγάπη του
στα στήθη της θα
ξαποσταίνει ο νεκρός Αχιλλέας
κι εκείνη θα καλύπτει
την αγαπημένη πτέρνα με δάφνη και
πικραμύγδαλο
κι ας Σκύλλα σφραγίζει τη πλεύση
κι ας Χάρυβδη καταβροχθίζει
τα κύματα
Θυμήσου
στο θάνατο ανακαλύπτεις ποιος πραγματικά είσαι
ή όταν κατεβαίνεις ένα δείλι
στην κόλαση ηθελημένα...
Μαρία Ροδοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου