Η οργή της απώλειας
η συντριβή της αποδοχής
κι όμως
τίποτα χειρότερο από τη συνήθεια της έλλειψης
Πλανιέται ανάμεσα στην αγορά των ξωτικών
Και στην Παλαιστίνη των νεκρών ασμάτων
καμπουριασμένη οπτασία
με μια σακούλα πλαστική
χωμένα
στάχυα καρβουνιασμένα ρόδα
ένα διαμελισμένο
κορίτσι
και πέντε απαρηγόρητα
ξεχασμένα δόντια
απ στους δρόμους της Ανατολής
όπου
κάποτε περπάτησε σα σάρκα
τριγυρίζει ανάμεσα
στους σιωπηλούς νταβατζήδες
Θεούς
και στις μεθόριους ενός αρχαίου εφιάλτη
ακόμα στ’ ανύπαρκτα χείλη
η γεύση σταφυλιού
αλλά στα μάτια χιόνι
καθώς εκείνα αλέθουν ελπίδες αίμα κερασιές
στέκει παράταιρη στις αποβάθρες
από μόνη της μια ξενιτειά
ψάχνοντας τους τελευταίους
στίχους
το βράδυ θα γυρίσει σπίτι
προσπερνώντας τα μαραμένα άνθη
και τα πεταμένα δαχτυλίδια
θα καθίσει σιωπηλή
άφωνη
καταδικασμένη
και θα αρνηθεί να γράψει πάλι
για ό,τι δεν ήθελε
να συντροφεύσει
τον μικρό
άθλιο
ξεριζωμένο θησαυρό
(της)
ίσως βέβαια να σιγοτραγουδήσει
όσο κρατά σκοπιά στα
φυλάκια της Νύχτας
για ό,τι της γλίστρησε
μακριά
κι αλίμονο έχει αρχίσει η μνήμη τους
να θαμπώνει
ενώ τα αστέρια απέξω θα την περιγελούν
για την όμορφη
κεντημένη
- δυστυχώς κιτρινισμένη -
τραβέρσα
πάνω στη μοναξιά της
μια ιστορία
μια ζωή
μια τραγωδία...
σ' εξέλιξη
Τιτάνια τα ταξίδια των θνητών
μόνο και μόνο για να γίνουν
ένα περαστικό φευγαλέο άρωμα
στα μάγουλα όσων αγάπησαν
Υ.Γ
Κάποτε θα τσακώσει στη χούφτα της
όλες εκείνες τις μεθυσμένες εμμονές
θα τις λιώσει
και θα πιει θεσπέσιο χυμό ψευδαισθήσεων
κι ας καίνε την πλάτη της
τα γαμημένα φτερά
της πραγματικότητας
οι θεατές από κάτω
θ' αναφωνήσουν έκπληκτοι
βγάζοντας με οργή
τα μοναδικά τους μάτια στη φόρα
αλλά θα την τρατάρουν
ηδονή
και φρίκη
για το αποτροπιαστικό τόλμημα
Υ.Γ 1
παλιά την φωνάζανε
Cloud
τώρα πια;
withered Orchid
Μαρία Ροδοπούλου