Ο θάνατος έχει μιαν αυτάρκεια, μιαν αλαζονική ανωτερότητα. Σαν οτιδήποτε
που είναι σίγουρο ό, τι θα συμβεί. Είναι μια βεβαιότητα. Όπως το
τεράστιο, ασάλευτο νερό μυστικής λίμνης που ταράσσεται στιγμιαία από την
πτώση μιας πέτρας αλλά διώχνει γρήγορα από πάνω του, την προσωρινή
γνώση. Η πέτρα έχει μια ψευδαίσθηση, μια λανθασμένη πεποίθηση. Στέκεται
καμαρωτή στις όχθες του αμίλητου νερού και καμώνεται πως αυτή επέλεξε το
που θα ακουμπάει την ύπαρξή της. Μέχρι ένα μεσημέρι που ένα αγόρι
περπατά αφηρημένο χωρίς να προσέχει τίποτα γύρω του. Είναι ερωτευμένο
και κλωτσάει χωρίς δεύτερη σκέψη την πέτρα. Σαν οτιδήποτε ετοιμόρροπο,
σαν το μαντήλι που κοσμεί τα μαλλιάς μιας κοπέλας και ξάφνου ο άνεμος το
παρασέρνει και το ακουμπάει γελώντας στα χέρια μιας γριάς.
Ο θάνατος έχει μια αδιαφιλονίκητη ανεξαρτησία. Είναι μια εδραιωμένη συνείδηση. Σαν οτιδήποτε που είναι σίγουρο ό, τι θα συμβεί. Είναι μια βεβαιότητα.
Ένα αναμφισβήτητο γεγονός.
Μαρία Ροδοπούλου
Ο θάνατος έχει μια αδιαφιλονίκητη ανεξαρτησία. Είναι μια εδραιωμένη συνείδηση. Σαν οτιδήποτε που είναι σίγουρο ό, τι θα συμβεί. Είναι μια βεβαιότητα.
Ένα αναμφισβήτητο γεγονός.
Μαρία Ροδοπούλου