Ένα κορίτσι τρώει
κέικ λίγο πιο πέρα από τα σκουπίδια και
χαμογελάει ανύποπτο στην μητέρα του. Δεν το ξέρει ότι έχει ήδη αρχίσει να πεθαίνει. Ένας ηλικιωμένος προχωρά με σκυμμένα φρύδια,
ίδιος απαράλλαχτος με όλους όσους συναντώ καθώς περπατώ.
Ριγέ μπλούζα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, μοιραία αναπόφευκτη γνώση. Αυτός ξέρει ότι πεθαίνει, το ίδιο και η γριά με τα ζαρωμένα στήθια. Λίγη θάλασσα ανάμεσα στα βράχια που δέχονται αγόγγυστα το μαστίγωμα του ανέμου. Ένας επίδοξος φωτογράφος προσπαθεί να αποθανατίσει την αιωνιότητα ενώ έπρεπε τον εαυτό του να φωτογραφίζει. Γιατί κάποια στιγμή θα ξεχάσει ποιος ήταν. Με κοιτάει αδιάφορα αλλά εγώ ξέρω. Ξέρω πως και αυτός έχει αρχίσει να πεθαίνει μες στην αιωνιότητα που νομίζει ότι θα φυλακίσει.
Η ανυπαρξία είναι μια σταθερή κατάσταση εμείς απλώς μια μικρή ανωμαλία στην ευθεία γραμμή. Διαρκούμε λιγότερο από το πετάρισμα των βλεφάρων του κύματος πάνω στην στεριά.
Κάθομαι σε ένα βράχο χαζεύοντας τους αφρούς που βγάζει η θάλασσα. Ξέρω πως ποτέ δεν είναι θυμωμένη, χαρούμενη, οργισμένη, φιλική. Όλα αυτά που γράφουν οι ποιητές είναι απλά μια προσωποποίηση των δικών τους αισθημάτων. Η θάλασσα είναι τίποτα. Τυχαία. Όπως κι εγώ. Αυτή όμως έχει ένα πλεονέκτημα. Καπνίζω ένα τσιγάρο. Ίσως κάποια μέρα πεθάνω από αυτό. Ίσως πεθάνω από κάτι άλλο τελείως διαφορετικό. Ποιος νοιάζεται για τον τρόπο; Δεν υπάρχει ανώδυνο τέλος.
Παίρνω τον δρόμο της επιστροφής. Τώρα τελευταία οι διαδρομές είναι χαραγμένες. Σημείο εκκίνησης, σημείο τερματισμού. Πάλι πίσω. Ίδιες εικόνες, ίδιοι άνθρωποι, ίδιος όγκος σκουπιδιών. Τα ίδια ανύποπτα παιδιά. Ένας γλάρος με κοιτά καχύποπτος και μια γάτα βιάζεται να κρυφτεί. Δεν είμαι επικίνδυνη, τους λέω. Δεν είμαι. Μόνο να, καμιά φορά κλαίω χωρίς να το θέλω. Από την μέρα που άρχισα να πεθαίνω έψαχνα την αγάπη. Ίσως γι αυτό να ήμουν πάντα θλιμμένη. Γιατί όπως ήξερα με σιγουριά ότι πέθαινα έτσι γνώριζα πως ποτέ δεν θα ανακάλυπτα αυτόν που θα δεχόταν να πεθαίνει στο πλευρό μου. Γι αυτό και περπατώ ανολοκλήρωτη. Γι αυτό και έχω πια περιορισμένες διαδρομές. Λίγα χιλιόμετρα ήμερης θλίψης με προορισμό τον θάνατο.
Το κορίτσι σκουπίζει τα χέρια του στο κόκκινο σόρτς που φοράει και κοιτάει την μητέρα του. Θέλει κι άλλο γλυκό. Εκεί δίπλα στα σκουπίδια. Ακόμα δεν ξέρει πως έχει αρχίσει να πεθαίνει. Χωρίς ποτέ να βρει τι είναι αυτό που της λείπει.
χαμογελάει ανύποπτο στην μητέρα του. Δεν το ξέρει ότι έχει ήδη αρχίσει να πεθαίνει. Ένας ηλικιωμένος προχωρά με σκυμμένα φρύδια,
ίδιος απαράλλαχτος με όλους όσους συναντώ καθώς περπατώ.
Ριγέ μπλούζα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, μοιραία αναπόφευκτη γνώση. Αυτός ξέρει ότι πεθαίνει, το ίδιο και η γριά με τα ζαρωμένα στήθια. Λίγη θάλασσα ανάμεσα στα βράχια που δέχονται αγόγγυστα το μαστίγωμα του ανέμου. Ένας επίδοξος φωτογράφος προσπαθεί να αποθανατίσει την αιωνιότητα ενώ έπρεπε τον εαυτό του να φωτογραφίζει. Γιατί κάποια στιγμή θα ξεχάσει ποιος ήταν. Με κοιτάει αδιάφορα αλλά εγώ ξέρω. Ξέρω πως και αυτός έχει αρχίσει να πεθαίνει μες στην αιωνιότητα που νομίζει ότι θα φυλακίσει.
Η ανυπαρξία είναι μια σταθερή κατάσταση εμείς απλώς μια μικρή ανωμαλία στην ευθεία γραμμή. Διαρκούμε λιγότερο από το πετάρισμα των βλεφάρων του κύματος πάνω στην στεριά.
Κάθομαι σε ένα βράχο χαζεύοντας τους αφρούς που βγάζει η θάλασσα. Ξέρω πως ποτέ δεν είναι θυμωμένη, χαρούμενη, οργισμένη, φιλική. Όλα αυτά που γράφουν οι ποιητές είναι απλά μια προσωποποίηση των δικών τους αισθημάτων. Η θάλασσα είναι τίποτα. Τυχαία. Όπως κι εγώ. Αυτή όμως έχει ένα πλεονέκτημα. Καπνίζω ένα τσιγάρο. Ίσως κάποια μέρα πεθάνω από αυτό. Ίσως πεθάνω από κάτι άλλο τελείως διαφορετικό. Ποιος νοιάζεται για τον τρόπο; Δεν υπάρχει ανώδυνο τέλος.
Παίρνω τον δρόμο της επιστροφής. Τώρα τελευταία οι διαδρομές είναι χαραγμένες. Σημείο εκκίνησης, σημείο τερματισμού. Πάλι πίσω. Ίδιες εικόνες, ίδιοι άνθρωποι, ίδιος όγκος σκουπιδιών. Τα ίδια ανύποπτα παιδιά. Ένας γλάρος με κοιτά καχύποπτος και μια γάτα βιάζεται να κρυφτεί. Δεν είμαι επικίνδυνη, τους λέω. Δεν είμαι. Μόνο να, καμιά φορά κλαίω χωρίς να το θέλω. Από την μέρα που άρχισα να πεθαίνω έψαχνα την αγάπη. Ίσως γι αυτό να ήμουν πάντα θλιμμένη. Γιατί όπως ήξερα με σιγουριά ότι πέθαινα έτσι γνώριζα πως ποτέ δεν θα ανακάλυπτα αυτόν που θα δεχόταν να πεθαίνει στο πλευρό μου. Γι αυτό και περπατώ ανολοκλήρωτη. Γι αυτό και έχω πια περιορισμένες διαδρομές. Λίγα χιλιόμετρα ήμερης θλίψης με προορισμό τον θάνατο.
Το κορίτσι σκουπίζει τα χέρια του στο κόκκινο σόρτς που φοράει και κοιτάει την μητέρα του. Θέλει κι άλλο γλυκό. Εκεί δίπλα στα σκουπίδια. Ακόμα δεν ξέρει πως έχει αρχίσει να πεθαίνει. Χωρίς ποτέ να βρει τι είναι αυτό που της λείπει.
Μαρία Ροδοπούλου