Δεν προφταίνει να ημερώσει η νύχτα
και νέο ανήμερο θεριό γεννιέται το σκοτάδι
Ήταν το βράδυ που πέθαινε ο πατέρας
στην άφωνη επανάληψη της αγωνίας
Το φεγγάρι στραβωμένο
παγιδεύτηκε στους πρησμένους δείκτες
οι παλάμες αναποδογύρισαν
η γραμμή ζωής είχε δώσει ψεύτικα στοιχεία
και η τοκογλύφος μοίρα ίσιωνε με περίσσια χαρά
τα φρύδια μας
θα υπήρχε ένα αίσθημα δικαιοσύνης στην κρύα ανάσα
αν δεν είχαμε ξεχάσει τα μαύρα περιβραχιόνια
στην προηγούμενη ιστορία
ένας αλκοολικός άστεγος μάντης
πνιγόταν στην λακκούβα
με το ελάχιστο νερό παγωμένο
Είχε τα κέφια του ο βοριάς
κατέβαινε γυμνός από το καμένο βουνό
φώναζε στους περαστικούς
ν ανάψουν τα φώτα που δεν είχαν κλείσει
κι ήθελε σώνει και καλά να σβήσουν το ξημέρωμα
όμως εκείνο δεν είχε ακόμα σάρκα οστά ή έστω μια ομίχλη
Αλλά είμαστε θνητοί, φώναζε ο μεθυσμένος
με την μούχλα να φτάνει από τα γερασμένα λαγόνια
ίσαμε τις κρεμασμένες μασχάλες
κι εξάλλου ήτανε βράδυ
Ήταν το βράδυ
που γι ακόμη μια φορά ο πατέρας πέθαινε
στα ρυτιδιασμένα δάκρυα και στο λείο μας όνειρο
Μαρία Ροδοπούλου
βιβλίο "Είμαι Πολλές", 2013, εκδόσεις "Ιδεόγραμμα"