Τι θα ‘κανα
χωρίς τις μικρές προδοσίες
που πάντα
βρίσκουν τον δρόμο επιστροφής;
Γκρεμίζονται
οι λέξεις στο διάβα τους
χαριτωμένες
κορασίδες
με
κόκκινα παπουτσάκια βαλμένα στραβά
λες
και τα ποδαράκια τους
μεθύσαν
από τις τόσες ξένες στράτες
κι
εγώ κάθε βράδυ κρατώ αγκαλιά
τους
μιναρέδες της δύσης μας
για
να νιώθω πως ακόμα υπάρχω
Ήταν
μεγάλη η διαδρομή από τα μάτια
μέχρι
το στόμα και εν τω μεταξύ
μας
γύρισε την πλάτη ο κρεμασμένος μουεζίνης
απορώντας
με τις ακατάληπτες δάφνες
που
στόλιζαν τα αναθήματα
των
λεηλατημένων τρούλων
Είναι
ο ψίθυρος της νύχτας που σε λυπεί
Κάτι
σαν τις σπασμένες απ’ τον χρόνο αγάπες
Ντυμένες
τις αγκάλιασες
από
φόβο μην τυχόν
και
σε τρυπήσει το χαμόγελο
που
έσταζαν τα ανηφορικά τους χέρια
Αλήθεια,
τι θα κάναμε χωρίς
τις
μικρές ραχιτικές παιδούλες
που
γεννήθηκαν σε κατάμεστη έρημο
μόνο
και μόνο για να επιστρέψουν
όταν
τα μάτια μας άδειασαν από βέλη;
Με τα στραβά βαλμένα πασουμάκια τους
Με τα στραβά βαλμένα πασουμάκια τους
υποστέλλουν χαρούμενες το νερό
ανάμεσα στους
σαράντα απαγχονισμένους σιρόκους
της ανατολής
σαράντα απαγχονισμένους σιρόκους
της ανατολής
Μαρία Ροδοπούλου