“Δεν είμαι καλή στην εκφώνηση ασκήσεων. Το ζητούμενο μοιάζει παγωμένος μακρινός πλανήτης και τα δεδομένα έχουν το χαμόγελο της Τζοκόντα. Προτιμώ να φκιάνω χαρτοπόλεμο με τις υποθέσεις και να προκαλώ λόξυγκα στο αποτέλεσμα. Μην με παρεξηγείς όμως.. Δεν παραπονιέμαι. Εάν έχω μία ικανότητα αυτή είναι να λειτουργώ εναντίον μου ταχύπορες θαυματουργές λιτανείες” είπα στον μαιτρ όταν με ρώτησε αν θα δειπνήσω μόνη μου. Εκείνος χαμογέλασε με κατανόηση
«Και μετά;»
«Μετά είναι λίγο πιο δύσκολο. Κατεβαίνω μόνη μου από το ξύλο και βγάζω ένα – ένα τα αγκάθια από τα μάτια. Αμφισβητώ το τελευταίο αλλά είναι το μοναδικό που με ανταμείβει με την προσμονή. Ξημεροβραδιάζομαι με μια αναποφάσιστη ρουλέτα στα χέρια λέγοντας ιστορίες που ποτέ δεν με αφορούν.
Φταίνε τα δάχτυλα. Έχουν ξεχάσει σε ποια θαλάμη είναι η λύτρωση»
«θα ήθελες να γίνεις ο Ρωμαίος μου;» ρωτάει η μακιγιαρισμένη γριά στο διπλανό τραπέζι
«θα μπορούσα μόνο τις νυκτερινές ώρες γιατί τα πρωινά είμαι η Mary της απούσης συντρόφου μου. The old faithful white Mary»
«Κι εσύ μην γελάς, είπα στον θεό που είχε ξαπλώσει αμέριμνος στην κοιλιά μου. Ευκολοσυντηρούμενος ένοικος είσαι. Ενώ εγώ επιδίδομαι με επιδεξιότητα στην καταστροφική αυτάρκεια της “υποθεϊκής” μοναξιάς μου, εσύ απολαμβάνεις την υπέρτατη σκλαβιά σου»
“Αre you talking to me?” είπε ειρωνικά με τα τσιρότα να αιμορραγούν επικίνδυνα από τις παλάμες του στον πεινασμένο αφαλό μου. Θυμήσου αύριο να πετάξεις το φουλάρι που σου έδωσα για να προστατεύεις τα όνειρα. Έχει τυλιχτεί γύρω από τον λαιμό τους και σιγά – σιγά με πνίγουν.
Αλλά δεν γελιέμαι . Γνωρίζω πως κάτω από τους επιδέσμους δεν υπάρχουν πια τραύματα του απάντησα λίγο πριν φιλήσω το αλαζονικό στόμα για τελευταία φορά.