27 Δεκ 2015

Το ταραχοποιό τίποτα






Αναπάντεχα
Θρήνο
μ’ έντυσες


Κι εσύ όπως πάντα
ένα μικρό ταραχοποιό τίποτα
τόσο ακίνητη
τόσο μαρμαρωμένη
τόσο λυπημένη
τόσο μα τόσο υπερβολική
που κανείς δεν σε είδε
ελάχιστη
ανεπανάληπτη
αιμορραγούσα ύπαρξη
πάνω σ’ ασπρόμαυρο καμβά

αχ κορίτσι μου
μικρό
κορίτσι μου
τεράστιο
ποτέ δεν διεκδίκησες χώρο
παρά μόνο
χάθηκες στον θρήνο των καιρών
αξεδιάλυτη των χρησμών
άχρηστη προφητεία
κι ανεκπλήρωτη προσδοκιών

κανείς δε πρόλαβε να σ’ αγαπήσει
παρά μόνο μια σαλτιμπάγκος μοίρα
μια τσιγγάνα άβυσσος

κι εγώ
που στο πλάι σου περπάτησα
κάποιες παλιές
ξεχασμένες
έγχρωμες
εποχές





Μαρία Ροδοπούλου

17 Δεκ 2015

Κέδρων Πολιτεία



Να με διακόπτεις
          όταν μακριά σου
 κλαίω


Και κάπου – κάπου
σ’αφήνω να περιπολείς
στις κενές μου παραγράφους

και να στέλνεις
             αχρησιμοποίητη σφαίρα
                          στους καταχραστές σταθμάρχες
                                              των έρμων βαγονιών
                                                  που ξεψυχούν οι εποχές μου
      
ποιος άραγε τους διόρισε
                         επίτροπο
                                στον θάνατο

 αυτοί
          που δεν έχουν ούτε μία φορά
                    τραβήξει τη σκανδάλη
                              δημοσία οδύνη
                            παρά μόνο εκσπερματώνουν
χολή στ’ αποχωρητήρια της ανικανότητας τους
                και το μόνο λευκό που έχουν
                                  στην ανάσα τους γνωρίσει
                                           είναι ό, τι έχουν αχώνευτο
                                                        ξεράσει
         στις ράγες των ευκόλων εννοούμενων
                                       διασταυρώσεων
                                                των θεατρικών τους πόθων

αλλά μην ανησυχείς
         ούτε για το αποκαλυπτικό σήμερα
          ούτε για το προφητικό χθες
 Δικός τους σπόρος
           δικός τους θερισμός
δική μας
            ακατάδεκτη 
                           γη                             
       

απέχουν πολλά μίλια λυγμών
                      από των κέδρων μας
   την  πλημμυρισμένη
                                   πολιτεία
                                               
                           αγάπη μου


Μαρία Ροδοπούλου                   

                                     

                                     ΥΓ.
                                       Καλές Γιορτές
                                           και να είμαστε πάντα

                                                        ακατάδεκτοι                                         
        

24 Νοε 2015

Άτιτλο




 Το χρώμα δε το βλέπει κανείς
μοναχά το γεύεται

Υπάρχουν κι οι μωβ άνθρωποι
που με την ανάσα τους
πληγώνουν τα δέντρα
και ξεχειλώνουν λίγο
τη ψυχή
στον Ουρανίσκο των θνητών
τόσο ώστε να στάζει μέλι
στους κυνόδοντες των θεριών

Χορεύουν πάνω
στις χορταριασμένες κορνίζες
μαρμάρινων Οίκων
και κάνουν τις πέτρες
να μετακινούνται λίγο πιο πέρα
για να μην νιώσουν 

το βάρος του πένθους

Άτιτλο ΙΙ

Να σταθούμε λίγο
πιο πάνω

Λίγο πιο πάνω
από το ύψος
των τερατωδών γονάτων
που ξεκουράζονται
πάνω στα οστά των ονείρων μας



Μαρία Ροδοπούλου


Υ.Γ

αφιερωμένο σε μας
που ακόμα
δεν έχουμε χάσει τη γεύση του χρώματος

6 Νοε 2015

Ηττημένα Δωμάτια



Παράνομες ψυχές στα ηττημένα δωμάτια των φαντασιώσεων
ταλαιπωρούν, ασήμαντες μυγούλες, το θεριό του ρεαλισμού
Ποιος ήσουν πριν αποκτήσουν μνήμη
τα ψαλίδια
που κάθε τόσο μήκος μετράνε
και σε βρίσκουν πλεονασματικό
                                          ελλειμματική μου λύπη;

Αν και δεν μπορώ να πω τι θα γινόταν
αν τολμούσες με γυμνά τα μάτια
να πιάσεις τις κοφτερές λεπίδες...


31 Οκτ 2015

Σαρκοφάγοι θεοί



Μικρά κυπαρισσάκια
που μου γνέφουν από μακριά
ρίχνουν τον ίσκιο τους
στη πεινασμένη γη
Εγώ
μια μικρή λευκή σαύρα
που ξέβαψα
ανάμεσα στα σύρματα και στην αρμύρα
κάθε που βράδυ έρχεται
κλέβω φως απ’το φεγγάρι
και πλέκω θρήνους
πάνω στ’ανάλγητο
πέτρινο σπίτι μου


 «Αχ Μαρία
στημένες μάχες
πολεμάς ...


Κάθε βράδυ
σηκώνω λίγο το φουστάνι
για να χωρέσει
ο κόσμος που σε σκοτώνει

Καθώς έρχεται ο χειμώνας
κατεβαίνουν όλο και πιο νότια
τ’αρπακτικά
Σύννεφο στο σύννεφο
κατασπαράζουν του μέλλοντος
τα τρυφερά χεράκια

Μου αρέσει το πρωί
όταν όλες οι μνήμες
μπερδεμένες στ’αγουροξυπνημένα μάτια,
γυρεύουν γρίλιες ανοιχτές
ν’αποδράσουν

αλλά προσκρούουν
στα τείχη του αίσχους

το καλύτερο όμως είναι
πως δεν μπορώ να με κατηγορήσω
για ακαταστασία

Κρυφή Συνένοχος
Στις εκτρώσεις
τακτοποιημένων υποθέσεων

Τελώ Φόνους
Συμμορφωμένων Παραισθήσεων
Με αχτένιστα τα βλέφαρα
βολικής συγκατάβασης
γεμίζω τη κλεψύδρα μου
με κλεμμένες ψυχές

κάποτε ακόμα
κι οι αιμοδιψείς θεοί
πεθαίνουν
Τα κέρδη τους σκορπίζονται
στον άνεμο
ενώ οι ίδιοι σαπίζουνε στο χώμα

Τότε θ'αδειάσω
στους διαδρόμους
των άδειων ναών
τη γεμάτη κλεψύδρα

για να προλάβω
τα επόμενα σαρκοφάγα όρνια...»



Μαρία Ροδοπούλου

23 Οκτ 2015

Μαγικές ιδιότητες



Ο άνθρωπος όπως και το ξύλο έχει μαγικές ιδιότητες
Όσοι δεν το πιστεύουμε παραμένουμε φυλακισμένοι
ασπρόμαυρες μαριονέτες σε φτηνά κάδρα
κρεμασμένα σε πολυσύχναστες εισόδους.
Και τι έγινε αν στα μάτια μας
σφιχτά κρατούμε ένα απάτητο βουνό
ένα άπιαστο κύμα
ή ένα φεγγάρι
που μόνο σε εμάς κλείνει το μάτι;
Και τι έγινε αν νουθετούμε ή ακολουθούμε συμβουλές
Αχ φιλόσοφους με εισαγωγικά και μη που θα μπορούσα εδώ
μπροστά μας να φέρω
Αλλά είναι άδικo να νοικιάζεις αλήθειες
όταν δεν παραδέχεσαι την δική σου

Εδώ φοράμε τα ξύλινα παπούτσια στα πόδια μας
και αφήνουμε το αίμα στην γλώσσα
μου γράφει η φίλη
που μετρά και ξαναμετρά τις πατημασιές στην πύλη

Εμείς περπατάμε ξυπόλητοι και ποδένουμε το πρόσωπο, της απαντώ
Όμως βλέπεις τίποτε δεν είναι τυχαίο
αλλά κατά ένα περίεργο τρόπο όλα είναι συμπτωματικά

Μα η αγάπη είναι αναπόφευκτη, γκρινιάζει

Πάντα σιωπώ σε αυτό το σημείο
Όταν βρέχει φροντίζω να έχω ομπρέλα στο μέτωπο
κι αδιάβροχο στην άποψη

Το ξύλο αποκτά 'ακουστικές' ιδιότητες
καθώς γερνά σε ήπιο καλοκαίρι
και φιλεύσπλαχνο χειμώνα.
Κι ο άνθρωπος αποκτά την ερμηνεία
όταν θεριεύει χωρίς ν' αφήνει όνειρα να τον στοιχειώνουν

Όσα μακρινά νησιά κι αν ζωγραφίσεις
κάποτε θα χαθούν στο ύψος της θάλασσας
αν δεν προλάβεις να τα κάμεις αναμνήσεις σου
κι εσύ γκρίζα υπενθύμιση θα μείνεις
κουρελιασμένο σκίτσο
που αρκέστηκε στα καρβουνιασμένα δάκτυλα
αδιάφορης αφήγησης

Θα 'θελα να δω έστω έναν από τους ίσκιους μας
να σκίζει τον έτοιμο καμβά







Μαρία Ροδοπούλου

10 Οκτ 2015

Τα βαγόνια της χολέρας




Υπάρχουνε βαγόνια
με τζάμια σκοτεινά
και αλεξίσφαιρη τη σιωπή
στους πολυσύχναστους σταθμούς
Απαρατήρητα αλλάζουνε συρμούς
όπως τα τρωκτικά αποβιβάζονται
από το χθεσινό ναυάγιο στ αυριανό
Ανώνυμοι στρατώνες
όπου αλυσοδεμένες κρατιούνται
οι αντιρρήσεις
Κάτω από τα κρεβάτια τους
θεριεύουν λοιμώδεις νεκροί  
Πρόσωπα
με πουκάμισα φιδιού στα μάτια
ξεπατικώνουν την πείνα
Εγώ
μια μικρή μαύρη τρύπα
στο κέντρο της αναμονής
οριστικής κατεδάφισης
Η αγωνία της προσμονής
διαρκεί πάντα πιο πολύ του αποτελέσματος

Υπάρχουνε βαγόνια
με τζάμια παγωμένα
και πρησμένη τη σιωπή
στ ανύποπτα καταφύγια
Κουκουλωμένα αλλάζουνε πόλεις
όπως η χολέρα μεταδίδεται
από το δείπνο στο πρόγευμα
Ένστολα εργαλεία
με μαεστρία στύβουν
το νερό από το σώμα
Κάτω
πιο κάτω σου λέω
από το προσκέφαλό μας
παραμονεύουν
Και η ταπείνωση
επιθέτων ορφανή
γίνεται η μάνα μας


Εγώ
μια μικρή μαύρη τρύπα
στο επίκεντρο της υπομονής
 τεντωμένης σκουριάς
Κανείς δεν ανασαίνει τα μαλλιά μου
Κώφευσε ο κόσμος
τυφλώθηκε η αλήθεια
οι ουρανοί έστρεψαν αλλού το βλέμμα
Το χώμα δεν μου μιλά πια
μα ούτε κι οι ορίζοντες
χαρίζουνε του φεγγαριού την καντάδα
στα κλειστά παραθύρια

Κι εσύ
Εσύ
μακρινός κωπηλάτης
έκοψες τις προδοσίες στην μέση
και με ψάχνεις
ανάμεσα στα τραίνα της φυγής
με ένα μόνο αντικλείδι  
και ολόκληρη
στ ανθρώπινο πρόσωπό σου
την αγάπη
Μα δεν είμαστε ‘λεύτεροι σου λέω
ν αγκαλιαστούμε
ούτε σαν πλαγιάζουνε
τα βλέφαρα στα μάγουλα
μήτε σαν ν ακούμε
να τρίζει ο άνεμος τα δόντια

Δούλοι είμαστε κατεψυγμένης πορείας
Κι αυτό που τρώει τα σωθικά μας
Όνομα δεν έχει

Φοβάμαι να φωνάξω
φοβάμαι να ρωτήσω
μήπως πάλι λάθος ξεστομίσω
μήπως είναι αργά
μήπως πάλι πληγωθώ
και σαν ξημερώσει
ακόμα θα ‘μαι επιβάτης
στα βαγόνια που σκοτώνουν την κραυγή


Μαρία Ροδοπούλου

απ'το βιβλίο "Είμαι Πολλές"
εκδόσεις Ιδεόγραμμα, 2013

3 Οκτ 2015

Μονοπόδαρες επιθυμίες


Το μόνο που εισέπραξα κοιτώντας προς τα πάνω,

είπε ο μονόχειρας ζητιάνος κουλουριασμένος στα λευκά μαρμάρινα σκαλιά – σαν να είχαν αφοδεύσει οι θεοί την αγωνία τους όλη στα μυρωδάτα πόδια μου αλλά επειδή δεν θα άντεχα την θλίψη τους μονομιάς να καταπιώ παρακράτησαν χαρτόσημο ανεξόφλητης λύπης το δεξί του χέρι –

ήταν η γνωριμία με ένα περαστικό δρυοκολάπτη. 
Το πετούμενο για να μου δείξει την ευγνωμοσύνη του με κουτσούλησε στο αριστερό μάτι. Από τότε βγήκα στην επαιτεία. 
Δεν μπορώ να βλέπω μόνο την μία ακάθαρτη πλευρά του κόσμου.

Ξεγελιέμαι, αγαπητά μου πόδια και ανθίζω γιασεμιά στα δεξιά. Και πως στην ταρίχευση θα οδηγηθώ αν ακόμα ελπίδα χορταριάζω έστω και πλάι στους ξεχειλισμένους υπόνομους που με ελεούν φαρμακοποιό αγάπη; Tην ίδια συνταγή μοιράζουν στους πάσχοντες από έλλειψη μούχλας.

Αλίμονο ακόμα και η πιο ειλικρινής εξομολόγηση δεν σταματά το (α)καθαρτήριο να ανακυκλώνεται. Είναι φτενή, η καρμπόν , απόγνωση και καταπολεμά την δυσκοιλιότητα, μουρμούρισε ένας θεός και έκανε λίγο πιο αριστερά για να μην τον πετύχουν οι αναθυμιάσεις από τις ικεσίες.

Και κάπως έτσι γερνάνε οι μέρες μας
εδώ στα παραπλανητικά τοπία σάπιας πόλης
γράφοντας επιστολές στις πεθαμένες μήτρες
ζωντανών ερπετών

"τι όμορφα που υποκλίνεστε στο πιάτο με την φακή
που μαγειρέψατε κάποτε με τα περισσευούμενα σάλια
μονοπόδαρης επιθυμίας."


Μαρία Ροδοπούλου

26 Σεπ 2015

Και τώρα τι...





Δεν αρκούν του κόσμου
οι λέξεις
για να σου μιλήσω…

Πολύ μετά κι αφού θερίσαμε τη φρίκη
πήραμε στα γόνατα τα μικρά χέρια
κι αναιρέσαμε, τρυφερά πάντα,
όλες τις υποσχέσεις που ο ουρανός
έδωσε στα νεογέννητα πουλάκια

Σωπάστε τώρα, τα μαλώσαμε μ’ αγάπη,
ο θάνατος είναι πιότερο βαρύς
κι απ’τους θεούς κι απ’τους ουρανούς

μα να… ξέρετε

η αυταπάτη είναι όμορφη
ομορφότερη
από την αλήθεια που καίγεται
στα καμωμένα από λάστιχο
κεράκια τους

Σωπάστε
κι εμείς θα σας τάξουμε ξανά
στα θερμοκήπια των καιρών

Και τώρα τι;

ας ξεφλουδίσω τον φλοιό
από τον καμμένο καρπό
των εποχών...


Να μιλήσω για το μικρό
μπλε τρακτέρ
που οργώνει σαν έρχεται ο εσπερινός
τις τράβες της λύπης
όσο ο λιλιπούτειος θεός
ξεχειλώνει γάμπες κοντές
και μια κοφτή ανάσα;
Να εξομολογηθώ εκ μέρους
όλων εκείνων
που φύτρωσαν πλαστικά μάτια
ξάφνου μιαν αυγή
που ο ήλιος έκλαιγε μες στα χέρια μου
σαν να’ταν μικρό παιδί;

Ή μήπως να μιλήσω
για κείνη
που συνέχεια ταξιδεύει
στις σύντομες
μα θανατηφόρες ιστορίες
μιας μοναχικής κερασιάς;

Όμως ακόμα
δεν έγινα ανάμνηση
και συνεχίζω να αφηγούμαι
τα μικρά κι ασήμαντα
                                    μου
μέχρι το όνειρο να με καταδεχτεί

αλλά σταλιά-σταλιά
αποκτώ προϋποθέσεις 

Και τώρα τι;

Μετράμε ό,τι απέμεινε

ένα τρύπιο ταβάνι
ένα κουτάκι άδειο
ένα ασπρόμαυρο κύμα
κι ένα μισοτελειωμένο τετράδιο

όλα γένος τίποτα
για να μη με κατηγορείς πάλι
για μεροληψία

θα σ'ανταμώσω ξανά
στον επόμενο μηδενισμό
του χρόνου

Φρόντισε να μ'έχεις ξεχάσει
όπως κι εγώ

για να χαθούμε
γι'άλλη μια φορά
στις χειραψίες

Βλέπεις, μυαλό δεν βάνει
η επιθυμία...

Και τώρα τι;

Θα πλέξω
με μια ασυνάρτητη βροχή
τα μαλλιά σου

θα σε περιφέρω
ως κατεργασμένο προϊόν
θύμα της σκισμένης σημαίας
των συνόρων τους

Έτσι σιγά-σιγά
από σύρμα σε σύρμα
κι από κοντάρι σε κοντάρι

θ'αποκτήσεις κι εσύ προϋποθέσεις...
εκείνο το μικρό κορίτσι
πηγαίνει στο χορό,
εκείνο το μικρό κορίτσι
τρέχει στο σχολείο
και το τρίτο
δασκαλεμένο θάνατο
παίζει κουτσό
μέχρι να φτάσει
στο σφαγείο



Μαρία Ροδοπούλου

13 Σεπ 2015

Πρόσκληση



1 Σεπ 2015

Υποστολή - Ψηφιακή έκδοση


Την εποχή που οι δαίμονες τρώνε το ψωμί
και οι άγγελοι τ' αλάτι


Υποστολή 

για ανάγνωση και download    εδώ






Μαρία Ροδοπούλου 



ΥΓ

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στη ποιήτρια και καρδιακή φίλη
Ευαγγελία Πατεράκη
και στον ποιητή κι αγαπημένο φίλο
Δημήτρη Δικαίο
για την παρουσίαση 
που έκαναν στις προσωπικές τους σελίδες
της ψηφιακής έκδοσης "Υποστολή"

"Κι εγώ που νόμιζα πως το ψέμα
ήταν η μόνη ευγένεια που μας είχε απομείνει

ξεγελάστηκα ... "

Ευχαριστώ για τη διάψευση


Η φίλη σας,

Μαρία

18 Αυγ 2015

Να αδιεξοδεί κανείς ή να μην...






Ποτέ δεν πρόλαβα ν’ αναζητήσω  αδιέξοδα
μόνα τους προσπέφτανε ικέτες στα ευλύγιστα γόνατα

ευρύχωρα με μεγάλα μάτια
στενά χείλη,
και κοκκαλιάρικα δάχτυλα

μασούλαγαν τις φτέρνες μου
καθώς διάβαινα τις οδούς με τις κατοικημένες κρεμάλες,
τους γελωτοποιούς και τους διασκεδαστές παντός καιρού
εξερευνώντας τον θαυμαστό κόσμο
Αχαρτογράφητη πορεία σε χαρτογραφημένους ανθρώπους
με τα ατίθασα πόδια σε πλήρη άρνηση

Σε κάθε γωνιά κι ένας οκνηρός ονειροπόλος
μ'έπιανε μονότερμα για το δικό του καλύτερο όραμα
απ’ όλων εκείνων που χορεύανε πάνω στις κρεμάλες
αλλά όταν τελείωνε τον ομολογουμένως εξαιρετικό μονόλογο
την έπεφτε για ύπνο  σαφώς καταπονημένος
από την μεγαλεπήβολη παραίσθηση
κι εγώ έμενα μ’ ένα ακόμα αδιέξοδο
να βυζαίνει το αίμα που έτρεχε από τα παραμύθια

Μικροέμποροι κι απατεωνίσκοι
ανεβαίνανε στους στύλους
με την χάρη και την γρηγοράδα της ύαινας
μεθυσμένοι από τον χορό του εκκρεμές
βαρούσαν παλαμάκια ρυθμικά
χωρίς να δουν τους στύλους που λύγιζαν
απ'το βάρος της ανόητης χαιρεκακίας
μέχρι που'σκαγαν στο έδαφος
σαν παραγινωμένα φρούτα
και τους ποδοπατούσαν
οι επόμενοι πρωταθλητές του στύλου
Γραφιάδες κι υπηρέτριες
σουλατσάριζαν αγκαζέ
και κάπου-κάπου χορεύανε βαλς
δίπλα από τα πεταμένα μαύρα παπούτσια
και τις γιαλιστερές χρυσές γόβες
ενώ λευκές πεταλούδες εγκατέλειπαν
πρόθυμα το χρώμα τους πάνω στα σάρκινα εκκρεμές
Στο τέλος κλαίγανε με την αναισθησία
της ακαταστασίας που προκαλούσαν
τα σαπισμένα ρολόγια
Οι υπόνομοι
τα κυριακάτικα δειλινά γίνονταν εκδότες
και με το καπελάκι στραβά βαλμένο
έσφαζαν τον κλεμμένο χρόνο
τον ανατύπωναν και τον ξεπούλαγαν
φουσκώνοντας σαν κουασιμόδοι γάλοι
από περηφάνια για το ψωριασμένο isbn
Αλλήθωρα ποιήματα
ραχιτικοί πωλητές
νεκρά διηγήματα

κι ένα δισάκι γεμάτο άγνωστες λέξεις

Μέχρι που τα πάντα σταματούσαν
οι δρόμοι άδειαζαν
οι κρεμάλες κατεβάζανε την αυλαία

και καθόμουν χάμω ανακουφισμένη
άνοιγα το δισάκι κι από μέσα του
ξεχύνονταν φρέσκοι ήλιοι
και ρίζωναν στα δάχτυλά μου

χωρίς copyright και σελιδοδεικτούμενα όνειρα
απαντούσα στο πάγιο ερώτημα των πανταχού
ηλίθιων
μωρών
και πεθαμένων κόσμων

να αδιεξοδεί κανείς ή να μην...


Μαρία Ροδοπούλου



3 Αυγ 2015

Δαιμόνων Μαζώματα Θεών Σκορπίσματα

Διαβάστε σε ψηφιακή μορφή 

το "Δαιμόνων Μαζώματα Θεών Σκορπίσματα"

Έκδοση 2010 - εξαντλημένο


εδώ





1 Αυγ 2015

Ο μονόλογος της Ηλέκτρας



Περιπλανιέσαι στα σκονισμένα
παλάτια του μυαλού σου
σημαδεύοντας το ένα όνειρο μετά το άλλο
Μέσα στις αίθουσες
με τους σβηστούς πολυέλαιους
και στα κέρινα ομοιώματα του χρόνου
που σμίλεψε το αίμα των ζωντανών
αναζητάς την έξοδο
από τον μοναδικό σου εφιάλτη
Tην αιωνιότητα της ψυχής σου
που τρέφεται από τα Φαντάσματα
των που κάποτε διάβαιναν τα μαρμάρινα πατώματα
και με τις μάσκες δράματος στα ανύπαρκτα προσωπεία τους
όπλισαν το χέρι σου με μαχαίρι δανεικό
Με τις σκιές
που κρέμονται στα μαραμένα στήθη
της αλλοτινής σου ομορφιάς
παρανομείς
Φορτωμένη με μια και μοναδική
Ερινύα σαν κακομούτσουνο στοιχειό στην πλάτη
πυρπόλησες τον Οίκο και ξεδίψασες την πείνα
Σα λυσσασμένη πόρνη
κυλίστηκες στις εκσπερματωμένες παραλίες
των άνομων πόθων

Τα επτά σου πέπλα ανέμιζαν
κάτω από την βροχή των αστεριών
καθώς ηδονοβλεψίας ήσουν
του ορίζοντα που φλεγόταν προς τη μεριά της Τροίας.
Kι όμως αναρωτιέμαι
Σε έστεφαν οι δαίμονες του ουρανού
ή όλα τελικά ένα καλοστημένο Σχέδιο των Θεών ήταν;

Mα ύαινα πάντα ήσουν
και αυτούς που τα στήθια σου βύζαξαν
σαν μνημεία ήττας τ’ απέρριψες,
φίδια που σέρνονται με κομμένη την ουρά
χοές τα έκαμες στης Εκάτης τον βωμό
και που ’μαι εγώ που διψάω
να ξεπλύνω το παρθενικό κορμί
στο πορνευμένο αίμα σου;

Που είμαι
τα μαύρα ρούχα να γυμνωθώ
και να αφήσω τον Εφιάλτη σου
πρώτος εραστής μου να γενεί;
Να κυλιστώ πάνω στο νεκρό κορμί σου
για να γνωρίσω τον έρωτα Του Άδη;
Σε γάμο αιώνια μαζί του να δεθώ
και να τρέφομαι από το φάντασμα Σου
Να χτενίζω τα μαλλιά με τα άσαρκα οστά σου
Να σύρω την άθλια σου ύπαρξη στις ερημιές του κόσμου
που νέκρωσες με τα ίδια σου τα χέρια
Να διορίσω τα κοράκια σαν νόμιμους νεκροπομπούς σου

Γιατί το μόνο που αρμόζει σ’ αυτούς
που την ζωή των άλλων βλασφημούν
είναι τροφή οι ίδιοι να γενούν
στα αχόρταγα όρνεα των 12 δαιμόνων

Δώσε μου την δύναμη, αιμοδιψή θεέ μου,
θυσία σε κύπελλο βασιλικό
το αίμα της να σου προσφέρω,
το μαχαίρι της που δανεικό το είχε
από το σκουλήκι που σύχναζε
στα κλεμμένα σεντόνια
δικό μου το έκαμα και περιμένω την νύχτα
που στο ματοβαμμένο ξένο σπέρμα σου
το φεγγάρι θα βουτήξω

Αλίμονο, δύσμοιρη μάνα!
Δεν γνώριζες πως τούτη η έσχατη Οχιά,
που με την βία ξεκόλλησες από την γαλακτερή σου ρώγα
το δηλητήριο φύλαγε σαν παρθενικό υμένα
κάτω από γλώσσα ροδαλή

μα έλα πιο κοντά . . . ακόμα πιο κοντά
μαζί, φόνισσα, θα γευτούμε το κρασί του Αχέροντα
μόνο που λυπάμαι
αλλά ο βαρκάρης έχει πληρωθεί
μόνο για μια από τις δυο μας

Σώπανε, πατέρα, θ' ακούσουν οι θνητοί
τους οδυρμούς σου
έχει πια κι ο άνεμος αυτιά προδοσίας
σώπανε και άσε το δάκρυ μου
το στεγνό σου τάφο να ποτίσει

Έρχεται η στιγμή που οι νεκροί
μες απ’τα χέρια μου, φωνή θ’ αποκτήσουν


Μαρία Ροδοπούλου

18 Ιουλ 2015

Μυρτώ - Το κορίτσι της προσευχής - Απόσπασμα



Εκείνον τον καιρό που οι πέτρες είχαν μετακομίσει στην αυλή κι ο ουρανός, αρνιόταν την παρουσία του, μαγειρεύαμε πολύ. Σηκωνόμαστε πρωί-πρωί χωρίς καλά να 'χει χαράξει. Φτιάχναμε πικρό καφέ στην χόβολη κι αμίλητες πιάναμε την δουλειά. Η μητέρα καθάριζε τα λαχανικά όσο εγώ μάζευα μάραθο και γλιστρίδα από τον μικρό κήπο. Η κουζίνα είχε ένα μεγάλο παράθυρο πάνω από τον παλιό πέτρινο νεροχύτη κι η μαυροφορεμένη φιγούρα της μητέρας φαινόταν σαν μια σκιά που είχε αποκτήσει σάρκα και οστά. Πάνω από τα μαύρα ρούχα φορούσε πάντα μια άσπρη ποδιά. Δικαιολογούταν πως δεν είχε ποτέ φτιάξει μαύρη ποδιά γιατί η νοικοκυρά που θέλει όχι μόνο να είναι αλλά και να φαίνεται καθαρή φτιάχνει πάντα ανοιχτόχρωμες ποδιές. Εγώ όμως γνώριζα ότι για εκείνη ακόμα και αυτή η ανούσια παρατυπία ήταν μια ανάσα από το πένθος. Μαγειρεύαμε ίσαμε που έπιανε ο εσπερινός και ακούγαμε την καμπάνα να χτυπά. Τότε λύναμε τις ποδιές, ξεσκονίζαμε τα ρούχα με μια παλιά βούρτσα και χτενίζαμε σε σφιχτή πλεξούδα η μία τα μαλλιά της άλλης. Πριν φύγουμε για την λειτουργία είχαμε στρώσει το τραπέζι για να το 'βρουν έτοιμο οι μνήμες μας. Χορτόπιτα, κρεατόπιτα, φρέσκο ζυμωμένο ψωμί, ντολμαδάκια και δροσερό κρασί στην καλή πήλινη κανάτα. Το βράδυ γυρνούσαμε αποκαμωμένες. Το τραπέζι έμενε άθικτο  μέχρι το επόμενο πρωί όπου ερχόταν μια γυναίκα από το χωριό,  η κυρά Παναγιώτα και έπαιρνε τα φαγητά για τους φτωχούς. Και εμείς αρχινούσαμε πάλι από την αρχή το μαγείρεμα. Ήταν οι μέρες που οι πέτρες είχαν μετακομίσει στο κρεβάτι μας και εμείς στρώναμε στο πάτωμα και κοιμόμαστε αγκαλιασμένες. Που και που άκουγες στην σιγαλιά της νύχτας τον λυγμό της μιας ή της άλλης ή το κλάμα της μικρής παρείσακτης λίγο πιο κει αλλά το πρωί πριν ακόμα χαράξει κινούσαμε μαζί να μαγειρεύουμε. Για όλους εκείνους που είχαν ξεχάσει να πάρουν τις πέτρες τους φεύγοντας μακριά, εμείς δεν είχαμε τίποτα άλλο να προσφέρουμε παρά χωμάτινο ψωμί ζυμωμένο με τον θρήνο μας. Για  σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες πεθαίναμε στο πλάι τους ξανά και ξανά.
Και τώρα την πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη κάθομαι έξω και γράφω στο τετράδιο που μου είχες χαρίσει, αδερφέ μου. Εκεί που μου έλεγες ότι μπορώ να βγάζω τις σκιές στο λευκό χαρτί και να τις κοροϊδεύω όσο θέλω. Τώρα παίζουν κρυφτό, αγαπημένε, και με περιγελάνε. Αλλά είναι τρυφερές μαζί μου. Με αγαπάνε κι αν γελάνε μαζί μου είναι γιατί ακόμα δεν γνωρίζω. Μου δείχνουν τα πάντα. Μου δείχνουν ποιος φταίει. Ποιος πάντα έφταιγε. Κι έχω αρχίσει να θυμώνω. Θυμώνω πολύ. Μια παγωμένη φωτιά ξεκινά από τις άκρες των ποδιών μου και απλώνεται παντού απειλώντας να με αφανίσει. Σκέφτομαι την επόμενη φορά να μη χρησιμοποιήσω το χρυσό κλειδί αλλά το άλλο που κάνει στάχτη τα όνειρά μου. Πίσω από τις σκιές είναι αυτός. Και ίσως είναι ο μόνος που μπορεί να μου πει γιατί. Η μητέρα κάθε βράδυ αφήνει ένα μικρό καντήλι αναμμένο στο παράθυρο που βλέπει προς την μεριά της θάλασσας . Προς τη μεριά εκείνης που σας πήρε μαζί της. Η μητέρα λέει πως έτσι δεν σας αφήνουμε να ξεχνάτε την παρουσία μας, λέει πως είμαστε ο φανός σας στα υγρά σκοτάδια της. Δεν την πιστεύω. Πώς είναι δυνατόν μια τόσο δα μικρή φλόγα να διαπερνά τις σκιές της νύχτας που όλο και θεριεύουν; Και πώς μπορεί να συνεχίζει να θεραπεύει τους άλλους όταν εσείς δεν υπάρχετε πια; Πώς μπορεί κι ανασαίνει όταν εσείς ούτε μισή αναπνοή ζωής δεν έχετε, πια, στα μάτια σας; Μας είχαν αφήσει για λίγο ήσυχες. Αλλά τώρα έρχονται πάλι για να ζητιανέψουν την ανακούφιση. Έστω κι αν με φοβούνται. Έστω κι αν σταυροκοπιούνται όταν περνάνε το κατώφλι του σπιτιού μας. Τους περιφρονώ και τους φθονώ. Μες στην αφέλεια τους, μες στην καταραμένη αθωότητα της περιορισμένης όρασής τους είναι ευτυχισμένοι.  Σαν αυτή που η μητέρα λέει ότι είναι αδερφή μου. Πως είναι δυνατόν αυτό το χλωμό, μισότυφλο πλάσμα που δεν έχει ούτε φως μήτε ίσκιο να είναι αδερφή μου; Γι αυτό σου λέω, αίμα μου, είμαι θυμωμένη. Είμαι πολύ θυμωμένη. Η μητέρα νομίζει ότι δεν την καταλαβαίνω όταν έρχεται τα βράδια που κοιμάμαι και ακουμπάει τα φλεγόμενα χέρια της στο στήθος μου. Προσπαθεί να διώξει τον πυρετό αλλά είναι αργά.

Κι ίσως ποτέ δεν ήταν νωρίς.


Μαρία Ροδοπούλου

Dark Virtual Poetry

Dark Virtual Poetry σημαίνει αποκάλυψη της Σκοτεινής Ανθρώπινης Πλευράς. Δεν στοχεύει στην Εσταύρωση Πιστεύω ούτε στη γελοιοποίηση Ηθών. Δεν υποκύπτει όμως στους συντηρητικούς ευνούχους, αξιολύπητα τέκνα μιας ανέραστης, νεκρής κοινωνίας. Δεν διαφημίζει , δεν ψάχνει για οπαδούς. Ίσα Ίσα τους απεχθάνεται . Ενδιαφέρεται Μόνο για αληθινούς φίλους αναγνώστες. Σκοπός της Μαρίας Ρ. η Απομυθοποίηση Ανθρώπων και Θεών.Δεν υπάρχει προορισμός και οι διαδρομές είναι ασχημάτιστες.

Η Γη πυρπολείται απο υπ-ανθρώπους αλλά εμείς ακόμα υπάρχουμε και κανείς δεν μπορεί να μας στερήσει τη ξιφολόγχη των λέξεων

Αλλά πάντα
υπάρχει το αύριο
που γεννά νέες προσδοκίες
νέα αινίγματα
νέα θαύματα

Σήμερα θ’ αρκεστούμε
στη σιωπή


Μ.Ρ
Οι υποτελείς μέρες
σπαταλώνται άνετα
στην αυτοτελή μας δυστυχία
καθώς τρέφονται
τα γύφτικα ερπετά
απ'την αυτάρκεια
του πόνου μας


Μ.Ρ.

Alex Papadiamantis

Blog Archive