Όσο τα φύλλα συνέχιζαν
την ανεξέλεγκτη πτώση,
απολαμβάνοντας τη θέα,
στέρησα τα μάτια
από μία και μοναδική πτήση
την ανεξέλεγκτη πτώση,
απολαμβάνοντας τη θέα,
στέρησα τα μάτια
από μία και μοναδική πτήση
Στις κερδοφόρες κερκίδες
οπαδός μεσόκοπης επιθυμίας
λυπάμαι όμως εκείνη την νοσταλγία
για τα πολυκαιρισμένα από τον ήλιο παντζούρια
και τις ορθάνοιχτες σαν να γελούσαν καγκελόπορτες
σαν βασιλεύει ο ήλιος
ένα λυγμό αφήνει στον ορίζοντα
Ξεσκονίζω τα κοιμητήρια απ’το φως
σύντομη παράγραφος του σκοταδιού
ένα μονό στασίδι εγκαταλελειμένης θρησκείας
στα απόντα φτερά
ακρωτηριασμένου χελιδονιού
ενώ όλες οι σκιές
ενδίδουν σε ένα ανεξήγητο
ψέμα
Κάτι πικρό κυλάει από τους ώμους
χαϊδεύει τα εκτροχιασμένα σπίτια
και πετάει
σαν ξεθυμασμένο ενθύμιο
τα παράθυρα που απέρριψαν
την νοσταλγία
Ένα φορτηγό
γεμάτο προσφυγικές μνήμες
αποχαιρετά τα γιασεμιά π'αγάπησες
κλείνοντας πονηρά το μάτι
στη λησμονιά
Κάτι πικρό κυλάει από τους ώμους
χαϊδεύει τα εκτροχιασμένα σπίτια
και πετάει
σαν ξεθυμασμένο ενθύμιο
τα παράθυρα που απέρριψαν
την νοσταλγία
Ένα φορτηγό
γεμάτο προσφυγικές μνήμες
αποχαιρετά τα γιασεμιά π'αγάπησες
κλείνοντας πονηρά το μάτι
στη λησμονιά
Μαρία Ροδοπούλου