Κι έρχονται φορές
που η πέτρα ματώνει στην ατσαλένια χούφτα
η ανιαρή προσδοκία της μετριότητας
καλύπτει σαν μούχλα τα πρόσωπα
τρώει τα πάντα
ο μύκητας του συμβιβασμού
απέναντι από τον τρίτο όροφο
όπου διαμένει η μοχθηρία
μια νοικοκυρά τινάζει ξανά και ξανά
τα μολυσμένα όνειρα
που άφησε ο χθεσινοβραδινός επισκέπτης
κι ένας γέρος σ’ αναπηρικό καρότσι
ατενίζει από το μπαλκόνι του διπλανού διαμερίσματος
την κιλότα λιγδερής ανακωχής
με το σάλιο να τρέχει στον ανήμπορο ανδρισμό του
Κάποτε θα πεθάνουμε
μέχρι τότε θα ξεψυχούμε
σκέφτηκε η ένοικος
αυτοσαρκαζόμενη
αλλά μην την ακούτε αυτήν
ενίοτε βγαίνει στο βρώμικο μπαλκόνι
και κάνει μπανιστήρι
σ’ εκείνα που δεν αντέχει ν’ αγγίξει
μετά ποτίζει τις μαργαρίτες
στην ξεθωριασμένη ταπετσαρία
του λουτρού της
όλα καλά
μια μέρα την φορά
μια μαργαρίτα το πότισμα
όλοι μας νότες
στο βαρετό πεντάγραμμο της παραίτησης
που η πέτρα ματώνει στην ατσαλένια χούφτα
η ανιαρή προσδοκία της μετριότητας
καλύπτει σαν μούχλα τα πρόσωπα
τρώει τα πάντα
ο μύκητας του συμβιβασμού
απέναντι από τον τρίτο όροφο
όπου διαμένει η μοχθηρία
μια νοικοκυρά τινάζει ξανά και ξανά
τα μολυσμένα όνειρα
που άφησε ο χθεσινοβραδινός επισκέπτης
κι ένας γέρος σ’ αναπηρικό καρότσι
ατενίζει από το μπαλκόνι του διπλανού διαμερίσματος
την κιλότα λιγδερής ανακωχής
με το σάλιο να τρέχει στον ανήμπορο ανδρισμό του
Κάποτε θα πεθάνουμε
μέχρι τότε θα ξεψυχούμε
σκέφτηκε η ένοικος
αυτοσαρκαζόμενη
αλλά μην την ακούτε αυτήν
ενίοτε βγαίνει στο βρώμικο μπαλκόνι
και κάνει μπανιστήρι
σ’ εκείνα που δεν αντέχει ν’ αγγίξει
μετά ποτίζει τις μαργαρίτες
στην ξεθωριασμένη ταπετσαρία
του λουτρού της
όλα καλά
μια μέρα την φορά
μια μαργαρίτα το πότισμα
όλοι μας νότες
στο βαρετό πεντάγραμμο της παραίτησης