Τα πεσμένα φύλλα της ημέρας
τροφή της πεινασμένης γης
μη τη θωρείς
φιλεύσπλαχνη
ό,τι δίνει πίσω
ανελέητα το παίρνει
το ρυάκι κάτω από το μισοφέγγαρο
ποτίζει τα πόδια του σωριασμένου μεθυσμένου
όσο εκείνος ακουμπισμένος πάνω σε μια ανθισμένη αμυγδαλιά
ποτίζει το λαρύγγι του με το κρασί της
λήθης
τα μάτια του ουρανό αγγίζουν
σαν έρθει το πρωί άλλος ένας αετός
εγκαταλελειμμένος θα ψάχνει να βρει τ’ αστέρια
που εκείνη
πίσω της άφησε
με αργά βήματα γυρνάει στη μοναξιά
αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή
κάποτε η θάλασσα
το σπίτι του θα πλημμυρίσει
κι εκείνος θ’ αναπαυτεί στον απόμακρο βυθό της
το αίμα
αρμυρό θα κυλάει στις φλέβες του νερού
αφήνοντας τις σειρήνες
του παρελθόντος
να ξαποστάσουν την φωνή τους
πάνω στο
γερασμένο του στέρνο
ενώ τα
λευκά μαλλιά τους θα χαϊδεύουν απαλά
το χλωμό του πρόσωπο
Υ.Γ.
Από μακριά γνέφει η νοσταλγία
γλυκόπικρων ωρών...