Γεννήθηκε τον μήνα που
ανθίζουν οι ασφόδελοι
Φιμωμένα μάτια και πάντα μ ένα κόμπο στα δάχτυλα
Πώς με λόγια να γράψει για λεπίδες
καμωμένες από ουρανών μελαγχολία;
Κάποτε θ αφήσει πίσω όλα τα
θαύματα που δε ζήτησε
παρόλο όποιο
μυστήριο της δόθηκε εκείνη διεξοδικά κι επώδυνα εξήγησε
αυτή είναι η μοίρα γυναικών
που ονειροβατούν
ανάμεσα σε κόσμους
Και θα λούσει τα μαλλιά στους καταρράκτες
της Νέδας
ξεπλένοντας θύμησες
στο ποτάμι του είδους της
κάτω από την αστροσκόνη του λυκόφωτος
θα ερωτευτεί ξανά με
μάτια πάντα σφαλιστά
αυτό είναι το πεπρωμένο γυναικών
εκείνων που πρώτη ανάσα ύπαρξης
πήραν τον μήνα των νεκρών νερών
πώς θα ήθελε να διασχίσει την νερένια γυναίκα
κολυμπώντας ανάμεσα στους μύθους
των θεών
τάζοντας τις λεπίδες
της στ’ αθάνατα νερόφιδα
φύλακες της αιώνιας γυναίκας
αχ πόσο θα ποθούσε το
σώμα να ξαπλώσει
στις όχθες της Μητέρας
μεθυσμένη από μοναξιά, νερό και αρώματα της νύχτας
και το πρωί να ξεσηκώσει τ’
ανόητα πουλιά
στα στήθια της κοιμισμένα
αλλά γεννήθηκε τον μήνα που ο Ασφόδελος ανθίζει
κι όλα γύρω της πεθαίνουν
Η
αόρατη κλωστή που δένει την ύπαρξη με το σύμπαν
είναι αδιάρρηκτη
άπειρη
και τελικά θανάσιμη
για γυναίκες σαν εκείνη
Μαρία Ροδοπούλου