Τα πρωινά ζυμώνω τη χαρά
και τα βράδια τρέφω με
τ’ απομεινάρια της
τη
λύπη
σαν το κύμα που ξέμεινε από στεριά
σαν το δούλο χωρίς αφέντη…
Μοναχά μια σκιά σαθρή κι αυτή
κάτω απ’ τη
συννεφιά
μοιάζει να μου γνέφει
με το αριστερό της μάτι
να κοιτά στον
ουρανό
και το άλλο ιστό ατσάλινο να πλέκει
στη δεξιά μου
παρειά …
παρόλα αυτά
στη ράχη παραμένουν
δύο γύψινα κελιά
Λες και κάποτε ήταν φτερά
θαρρείς κατάρα από αγέννητα παιδιά
Μαρία Ροδοπούλου