Ονειρεύτηκα
πως κατεβαίναμε μαζί
τις προσκλήσεις
ανάποδα των θελήσεων της κορυφής
Όλο και πιο πολύ ελαττωνόμαστε
μπροστά σε ρουθούνια ματωμένα που κυνηγούσαν κρίνα πεσμένα
Όλη η μυρωδιά μαζεμένη στα λουλούδια
που χωρίς άγγιγμα ψυχορραγούσαν
Η αφή είχε αδειάσει στις επαναληπτικές διαδρομές
Εσύ έκλαιγες όλο έκλαιγες
Όμως τα δάκρυα δεν κατηφόριζαν
Υπάκουα έπαιρναν τον δρόμο της επιστροφής
Άφυλα όντα
με χρυσόσκονη ντυμένοι
σε παγκάκια ξεκούραζαν την υπόσταση
ενώ τα παιδιά τους, νεκρά, κουβαλούσαν το φορτίο της καταγωγής
Εμείς
τρομαγμένοι από τις θεικές μορφές
ξεσκονίζαμε ο ένας το κορμί του άλλου
διώχνοντας μακριά την αλλοπρόσαλη γύρη
Είναι κολλητική η ασθένεια των Λαμπερών, ψιθύρισες φοβισμένος.
Έτσι και αρρωστήσουμε θα φωτίζουμε το ίδιο πρωί και βράδυ
Στο τέλος δεν θα αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλον παγιδευμένοι στην όραση του δικού μας φωτός
Έχω μάθει πως υποχρεωτικά φορείς θα δηλώνουμε αλλιώς θα γίνουμε και εμείς κουβαλητές
Χθες βράδυ Ονειρεύτηκα
πως μαζί τρέχαμε
μακριά από τους θεούς
Αυτόφωτοι άνθρωποι ήμαστε …
Μαρία Ρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου