Η ιστορία μου
αλλάζει μόνο ορχήστρα ποτέ τροπάρι. Μόλις σπάνε οι χορδές του νυν μαέστρο, ο
αναπληρωτής χρειάζεται μόνο μια χρησιμοποιημένη
μαύρη πεταλούδα. Και έναν υποβολέα κάτι μίλια και ωκεανούς μακριά πεθαμένο. Το στόμα του έχει παγώσει μπροστά στα μπάσταρδα διηγήματα που υπόσχονται τέλος, αίσιο ή μη δεν έχει διόλου σημασία.
Έρχεται τα βράδια, πάντα τυφλός, κλαίγοντας κάτω από ξηλωμένα τσίνορα. Εκείνη αφήνεται στην επιφάνεια με την περόνη βγαλμένη από το σώμα. Το κύμα που την συνόδευε τώρα γλείφει τις πληγές του μακριά της και το χέρι με τα πνευμονικά οιδήματα απογυμνώνεται κρύβοντας το πρόσωπό του λίγο πιο βαθιά από τις ταπετσαρίες με τις μαδημένες ώρες. Το χιόνι σταμάτησε κάπου στην μέση της διαδρομής και το παλτό του αγορασμένο σε μια ανούσια στιγμή κάποιου χειμώνα που ξέχασε να φύγει δεν χωράει ούτε μια τόσο δα ετικέτα αναγνώρισης. Δεν είναι που άργησαν τα ψαλίδια, είναι που δεν βρήκαν τίποτα να κόψουν. Αχάριστα νήματα, αναθεματισμένη απορία, μην την προκαλείς πολύ γιατί μπορεί να σου απαντήσει, και μια παραφρονημένη κόρη μοδίστρας ψάχνει μια προστασία ή έστω μια δαχτυλήθρα για να μην της τρυπά άλλο η σιωπή του την μοναδική φωτογραφία. Δεν θα αντέξει για πολύ το δίχτυ του ήλιου. Μπάζει ρηχά σκοτάδια και μια σαρκοφάγος που κανείς δεν θα βρει ξημεροβραδιάζεται κάνοντας κύκλους γύρω από το αναμενόμενο.
Και όλο έρχεται τα βράδια αποσπώντας βίαια με σκελετωμένα δάχτυλα τα μάτια του απ’ τα ξεραμένα χείλη της.
Ένα μυθιστόρημα παλεύει μόνο με ανεμόμυλους, εγώ με τις ανακυκλωμένες παρτιτούρες αμετακίνητου ρέκβιεμ. Στο τέλος και οι δύο σε μια σελίδα ανυπόγραφη θα κριθούμε.
Μαρία Ροδοπούλου