Με κούρασες
ξεκούμπωτη τις
πύλες μου να περνάς
είπε ο εφιάλτης
πετώντας
τα κουβάρια μάτια μου
τα κουβάρια μάτια μου
στους γύφτους
δούλους
που προσπέρασα ανάποδα
Ένα παιδί
κρεμασμένο
στον καθρέφτη τ’
ουρανού
~ πάντα μπορείς
να έχεις
τόσα παιδιά
όσους καθρέπτες σκέπασες ~
κουλουριάστηκε
στους
αστραγάλους μου
Η νύχτα
γεννιόταν αργά
από τα νύχια του
χώματος
ανέβαινε στα
μεριά
της χοντρής
γυναίκας
και στο άσφαιρο
στόμα
του ηλικιωμένου
άνδρα
με χειρωνακτική διάθεση
σε βραδυφλεγή
κάλυκα
Εν τω μεταξύ το
αγκίστρι δεν έλεγε
ν’ αφήσει ήσυχα τ’ απλωμένα ψάρια
και το καπέλο μου αμφιβόλου χρώματος
με εγκατέλειψε για τους ψαράδες
που πέταγαν γελώντας τα εντόσθια
από την πρωινή ψαριά στις γάτες
ν’ αφήσει ήσυχα τ’ απλωμένα ψάρια
και το καπέλο μου αμφιβόλου χρώματος
με εγκατέλειψε για τους ψαράδες
που πέταγαν γελώντας τα εντόσθια
από την πρωινή ψαριά στις γάτες
Ήταν η στιγμή
που εκείνο το
εξαίσιο κορίτσι
κάνοντας την
αναμονή παρόν
ανάβλυσε ένα
μοναδικό δώρο για εκείνον
Τον θάνατό της
Υ.Γ
Αποφύγετε την
έγχυση ονειρώξεων.
Το έμβολο δεν
παρέχεται ως υποκατάστατο .
Μαρία Ροδοπούλου