Kι όμως θα έρθει η στιγμή που όλη τους η ζωή θα είναι ένα δικό μου υστερόγραφο. Φαντάσου, αγάπη μου, πως θα τους αντιμετωπίζω με αστειότητα και με μια ελαφρότητα που συνήθως χαρακτηρίζει το κοινό των μουσικών ταβερνείων. Ή ίσως λίγο πιο επώδυνα αλλά μόνο λίγο όπως ο δρόμος δέχεται με καρτερικότητα τα αποτυπώματα από τα λάστιχα των αυτοκινήτων. Παροδικά, ελαφρώς ενοχλητικά φαινόμενα. Καταδικασμένα να σβηστούν στον βαθύ, αφανέρωτο ορίζοντα. Θα παραπέμπω την λαστιχένια γκρίνια τους στην πέτρα που μ’ έχτισε υπομονή. Λιωμένο συνθετικό υλικό θα κυλάει στα μπράτσα μου αλλά στις φλέβες δεν θ’ ανακοινώνει άφιξη. Τους εξοργίζει το πάθος μου. Τους αφανίζει το μίσος. Αλλά δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει να χάνεσαι χωρίς κέρδος. Έτσι κάπως θα απαλλοτριώσω τ' όνομά τους από την ανθρωπότητα. Για κάθε δρόμο που θα σφραγίζουν εγώ εκατό πάνω στο σώμα μας θ’ ανοίγω και ποτέ δεν θα τους μισήσω. Εξάλλου από την αρχή κληροδότησα τα σύμφωνα στους αναιμικούς ασήμαντους και χάρισα στους νεκρούς τα φωνήεντα. Δεν χρειάζομαι το λεξικό τους για να ξεκινήσω αγάπης αιματοχυσία. Ούτε γύψο για να θεραπεύσω την τσακισμένη γραμμή των χειλιών μου. Δεν είμαι ο γελωτοποιός τους. Δεν έχω ανάγκη τεχνητής πανάκριβης παλέτας για να δακρύζω. Έμαθα μόνη μου να κλαίω ακόμα και όταν ο ήλιος φωτίζει άπλετα το πρόσωπό μου. Και δεν θα βρεθεί ανάμεσά τους ούτε ένας να με κατηγορήσει πως δέχτηκα να περισσεύω σαν αδιάφορη αμαρτία στα μάτια τους. Δεν ξέρω αν το τέλος είναι πιο κοντά από κάθε άλλη φορά όμως αισθάνομαι ανάλαφρη. Όπως ένα αερόστατο που κόβει το σχοινί και πετάει όλα τα βάρη από πάνω του. Ή ακόμα καλύτερα σαν το παιδί που με επιμονή κάνει την πρώτη του βόλτα με ποδήλατο χωρίς βοηθητικές ρόδες.
Και δεν θ’ αναρωτιέμαι αν υπάρχεις. Αφού σ’ ονειρεύτηκα. Κρατούσες στα χέρια σου ένα μαντήλι και είχες βαλθεί να σβήνεις όλες τις παραπομπές που έφερνε το σώμα μου μετά από την βαριά αρρώστια που προκάλεσε η γνώση. Το γεγονός ότι ήταν μάταιη η προσπάθεια δεν ακυρώνει την ύπαρξή σου. Ακόμα κι αν χαθείς στην ομίχλη των αναμνήσεων θα συνεχίσω να νιώθω ανάλαφρη κι απαλλαγμένη από τις σιδερένιες, αιμοδιψείς πεταλούδες που έχουν υπενοικιάσει τους καρπούς μου.
Σιγά μην φοβηθώ την ανυπαρξία τώρα που γεύτηκα την ύπαρξή τους.
Μαρία Ροδοπούλου