Μέσα
από τζάμι γυμνό μαδάει τις ώρες ξεφλουδίζοντας τα μπράτσα φιλελεύθερης
παραφροσύνης.
Οι άνθρωποι με τα λευκά μάτια και τα κόκκινα χέρια διαδηλώνουν στο μυαλό της. Αναμφισβήτητη κυριαρχία. Κιτρινισμένες φλέβες ξεκινούν από τον σημαδεμένο αστράγαλο, διατρέχουν όλο το θνητό, μίζερο σώμα.
Άλλος ένας υπόνομος, στις σχάρες του υπολείμματα που ξερνάει όταν ρεύεται χορτασμένος. Γελάει καταχθόνια όταν περνάς από πάνω του, σημειώνει τα επόμενα πόδια που θα καταβροχθίσει. Ο φανοστάτης βλέπει αλλά ποτέ δεν μιλά. Το σκοτάδι τα’χει κάνει πλακάκια με το φως, σκέφτεται εκείνη. Μας ξεπούλησε το Τίποτα στο Μηδέν.
Κάποιον πρέπει να υπηρετείς, της ψιθυρίζουν τα λευκά μάτια. Και τέλος πάντων, γύρνα πίσω στην άγνοιά σου, μη ταλαιπωρείσαι με σκέψεις πάνω σε θέματα που δεν σε αφορούν.
Αγαπημένα λείψανα που κατοικείτε στο κορμί μου…
Οι άνθρωποι με τα λευκά μάτια και τα κόκκινα χέρια διαδηλώνουν στο μυαλό της. Αναμφισβήτητη κυριαρχία. Κιτρινισμένες φλέβες ξεκινούν από τον σημαδεμένο αστράγαλο, διατρέχουν όλο το θνητό, μίζερο σώμα.
Άλλος ένας υπόνομος, στις σχάρες του υπολείμματα που ξερνάει όταν ρεύεται χορτασμένος. Γελάει καταχθόνια όταν περνάς από πάνω του, σημειώνει τα επόμενα πόδια που θα καταβροχθίσει. Ο φανοστάτης βλέπει αλλά ποτέ δεν μιλά. Το σκοτάδι τα’χει κάνει πλακάκια με το φως, σκέφτεται εκείνη. Μας ξεπούλησε το Τίποτα στο Μηδέν.
Κάποιον πρέπει να υπηρετείς, της ψιθυρίζουν τα λευκά μάτια. Και τέλος πάντων, γύρνα πίσω στην άγνοιά σου, μη ταλαιπωρείσαι με σκέψεις πάνω σε θέματα που δεν σε αφορούν.
Αγαπημένα λείψανα που κατοικείτε στο κορμί μου…
Η
λατρεία μου για τα σαπισμένα οστά κάποια μέρα θα με σκοτώσει.
Τα
σκιάχτρα που με προστατεύουν είναι οι δεσμοφύλακές μου.
Με εκπαιδεύουν,
με μορφώνουν,
με διαμορφώνουν,
με ταριχεύουν.
Με πλάθουν κατ εικόνα και καθ ομοίωση.
Οι Βλάσφημοι Θεοί μου. Δεν ανέχονται την ανθρωπιά μου.
Με εκπαιδεύουν,
με μορφώνουν,
με διαμορφώνουν,
με ταριχεύουν.
Με πλάθουν κατ εικόνα και καθ ομοίωση.
Οι Βλάσφημοι Θεοί μου. Δεν ανέχονται την ανθρωπιά μου.
Ανάμεσα
στις ίσες μοιρασμένες πορείες από τον ένα τοίχο στον άλλον στρώνει την μία μέρα
πάνω στην άλλη. Τακτοποιημένες, καλοσιδερωμένες και θεούσες με την υποταγή
φορεμένη λίγο πιο κάτω από τα κληροδοτημένα γόνατα. Αν κάτι έχει μάθει είναι το
παζάρι της αλήθειας. Όμως την κοροϊδεύει γιατί έχει δει τις μικροκοσμικές
γάμπες της. Γίνεται θύμα των ενδείξεων παίζοντας ζάρια με τις στραβοραμένες ψευδαισθήσεις.
Κάποτε ταΐζει τις παροιμίες πραγματοποίηση αλλά κάποτε συγκρούεται μαζί τους
απομαγνητίζοντας τους πόλους των προσδοκιών. Ανάσκελα παραδίδεται στην σπατάλη
των αναχωρήσεων. Τότε είναι που δεν νοιάζεται για το ποια είναι. Σχηματίζει με
τον ιδρώτα που στάζουν τα όνειρά της φυγόκεντρους κύκλους ενώ αυτή στέκεται σε
μια ασήμαντη παράγραφο με τα χέρια της βουτηγμένα στον προσηλυτισμό του
θανάτου.
Το
ασημένιο θανατηφόρο παρασκεύασμα φτάνει μέχρι λίγο πριν τα ρουθούνια της. Και
κάπως έτσι βουβή ορθόδοξη άποψη λιμνάζουσας εκατονταετίας, παρακολουθεί το επώδυνο
βαλσάμωμα όλης της ύπαρξης με μάτια διάπλατα ανοιχτά.
Μαρία Ροδοπούλου