Θα μνημονεύσω τις εποχές
που στη γη άνθρωποι και θεοί αρμονικά ζούσαν
με τη φωτιά στα μάτια και τη δροσοσταλιά στα τσίνορα
και κάθε που βράδιαζε
πίνανε μαζί κρασί
κάτω από τα φυλλώματα ευγενικών γιγάντων
Κάποτε περίμεναν τη νύχτα
να στήσουν ξόβεργες
στα ξεστρατισμένα όνειρα
που ίππευαν τα μακρινά αστέρια
χοές και τάματα
στον Ποσειδώνα
που έτριβε τις μουστάκες του
και γελούσε με τη καρδιά του
έστελνε δώρο τον βοριά
με τον Ζέφυρο στα λαγόνια
κι
ένα χαμόγελο στα δασιά του φρύδια
ανάσαιναν οι θνητοί
αφήναν ελεύθερα τ’ αστέρια
κι εκείνα απλώνανε ρίζες
βαθιές
στην δροσερή τη γη
γίνονταν δέντρα κι ουρανός
γίνονταν αηδονάκια
στα μάτια των κοριτσιών
και μια πνοή γεμάτη αρμύρα κι ανατολή
ξαπόσταινε στα ματόκλαδα των
ανθρώπων
κι όλα καλά στον κόσμο
Κάποτε…
Μαρία Ροδοπούλου