«Πάει καιρός μου γράφει η Αδελαΐδα
που βουτήξαμε στη ψυχρή
λεία επιφάνεια του καθρέπτη
αδαή παιδιά ενός κόσμου
που δεν κατανοήσαμε ποτέ
ή μήπως εκείνος ποτέ δε μας κατάλαβε
το αποτέλεσμα ίδιο, φίλη μου
τα μάτια ποτέ δεν συναντώνται
μεγάλες οι αποστάσεις
κι εγώ πλέον κινούμαι σα να μη δίνω δεκάρα
για
τις περαστικές ψυχές
έχω γίνει αόρατη
αήττητη θα έλεγε κανείς
πίσω από την θανατερή άψυχη ομορφιά
του καθρέφτη μου
Οι ψευδαισθήσεις του δε με αγγίζουν
είναι οι ίδιες με κείνες
που σήκωναν ειρωνικά τα φρύδια τους
όταν αντίκριζαν την
αντανάκλασή μου
είμαι μόνη μες στη μοναξιά μου
αν καταλαβαίνεις τι σήμερα
ματώνω
Μια πριγκίπισσα εκτός βασιλείου
ή αν θες καλύτερα
ένα σκοτάδι χωρίς την ανάγκη της νύχτας»
Δε βιάστηκα να της απαντήσω
διότι εκείνη τη στιγμή
καταβρόχθιζα τυχαίους καθρέπτες
όταν ρεύτηκα όλους τους άγνωστους καημούς
της έστειλα μήνυμα με ένα αδέσποτο σκύλο
τυχαία – ίσως – είχε έρθει στο
δωμάτιό μου
κατεβαίνοντας από το πολύφωτο
εκεί κατοικούν οι αράχνες
με τα ατσάλινα
πόδια
και τα
βελούδινα χεράκια
«τι θες;» του είπα κοιτάζοντάς τον άγρια
όταν γάβγισε μία και μοναδική φορά
έσφαξα μονομιάς το τελευταίο όνειρο
και τον τάισα όλη μου
τη ζωή
ενώ έπινα σε σφηνάκια
όλες τις σκρόφες
αράχνες της μίας και μοναδικής μου ζωής
«Αδελαΐδα φίλη μου,
επιθύμησα να κολυμπώ
αγκαλιά με το πριγκιπικό σκότος σου.
Πώς να σε παρηγορήσω;
Γεύομαι τον πόνο σου
και αυτοκτονώ στην απουσία σου
Δε φοβάμαι το μοναχικό σου σκότος
μόνο τη γκρίζες τους μέρες
Αλλά ξέρεις τι έλεγα πάντα
όταν ξεμείνεις από άστρα
και κομμάτια πάγου
θα γίνω το κορίτσι Ιοκάστη
που θα γεννηθείς από την
στιλπνή επιφάνεια
του καθρέφτη τους
Και να θυμάσαι
Ο άνθρωπος είναι ένα γελοίο ον»
Μαρία Ροδοπούλου