Πόσα χρόνια πάνε που η όσφρηση και η όραση ήταν ευλογημένες αισθήσεις. Η αφή ολοκλήρωνε την αγάπη και ό,τι γεννιόταν όσο ατελές κι αν σήμερα θα φαινόταν, ήταν ζυμωμένο με αλήθεια, μόχθο και δάκρυ.
Περνώ από τα ίδια μέρη αλλά μου φαίνονται ξένης γης παιδιά. Εκεί που μόνο αμπέλια τσάκωνε η μακρινή σου όραση και ελιές μάνες στοργικές όχι μόνο των δικών της καρπών αλλά και των σάρκινων τέκνων της φύσης, τώρα μόνο τσιμέντο, καμένη άσφαλτος και ταχύτητα επιβίωσης. Και λέγανε εμάς τότε φτωχούς οι δύστυχοι χρυσοδάκτυλοι. Θάλασσες που κοσμούν οι μαύρες σακούλες με γλάρους θρεμμένους με τα σκουπίδια της κατανάλωσης ξαπλώστρες ρυπαρές από λαδωμένα κορμιά και κύματα που σκάνε σε μια ανέλπιδη στεριά. Και έχουν μετά το θράσος να με ρωτάνε γιατί τρυπιέμαι...
Εαν δεν δώσεις στο δηλητήριο έξοδο, συστατικό του θα γίνεις, απαντώ.
Αλλά αυτοί σε πεύκο νεογέννητο λευκό σκισμένο εσώρουχο γέροντα κρεμάνε - σήμα ανακωχής ζωής. Συμμαχία σύναψαν με το πλησιέστερο γραφείο κηδειών. Στέψαμε τον εφιάλτη αυτοκράτορα. Αυτοκίνητα με πρόσωπα αλλοιωμένα από τους ρυθμούς αχόρταγης μαινάδας – όπου και να πήγα όπου και αν ψυχή ξαπόστασα την ίδια κατηφόρα αντίκρυσα σαν να ‘παψε ξαφνικά ο πλανήτης να είναι ποικιλόμορφος πολυεπίπεδος και το μόνο που αναγνωρίζεις πια είναι ό,τι ανοίγεται κάτω από τα πόδια σου. Οι ουρανοί γκρίζοι τσαλακωμένοι χάρτες λιγδιασμένοι άπληστων ματιών και οι φωνές τους ξέμακρες και λιγωμένες από την τρυφερή αηδία της εικονικής ανθρωπιάς. Πινέζες και απλά σημάδια σε επίπεδη υδρόγειο.
Και κάποιοι ξεχασμένοι στην άκρη θρηνούν για ό,τι έχασαν ενώ ξέρουν ότι ποτέ δικό τους δεν ήταν. Τους βλέπεις.
Σπασμένες πινακίδες σκόρπια κομμάτια δεξιά και αριστερά των επώνυμων δρόμων. Παλεύουν να σηκώσουν στόμα σε απρόσωπο σώμα. Αγωνίζονται να γίνουν επιβάτες των Όριεν Εξπρές διάσημων σεντονιών. Άφυλοι Ερωμένοι της ματαιοδοξίας. Σβήνουν ανθρώπους στα γερασμένα τασάκια φιλοδοξιών. Και μετά συρράπτουν τα κλεμμένα στην ακαλλιέργητη γλώσσα τους, τυμβωρύχοι με λευκές παλάμες διεκδικούν δάκτυλα καμένα και ποζάρουν ως υψηλής ποιότητας προιόντα άνευ ημερομηνίας λήξης. Πληγιασμένες γάζες που πωλούνται σε τιμή ευκαιρίας ως αχρησιμοποίητες σερβιέτες συγκράτησης ονείρων. Ακράτεια τρόμου έχουν όμως τα φαρμακεία της γενιάς μας. Χαιδεύονται στους στύλους ανέγερσης νεκρών. Αυνανίζονται με ό,τι απέμεινε πρόχειρο σε μια μνήμη λανθάνουσα. Με ένα σιρόπι αποχαιρετούν τον πόνο και με ένα προφυλακτικό δέχονται την Νέα Εποχή.
Με χειροκροτούν όταν βλασφημώ τα χέρια τους και όταν βιάζω τα σάπια κυήματα της ά-φορης μήτρας τους. Στρώνουν τραπέζια πάνω στο παχύ στρώμα καυσαερίου. Το φαγητό τους αποτεφρωμένη σάρκα από τα ακριβά εμπορικά κέντρα φτηνής εξόρυξης εργασίας.
The Image, baby, is important and fuck the rest. I have seen more sincere crocodile’s tears than those of some people.
Όλοι οι μύθοι τελείωσαν ξαφνικά σαν τα κουπόνια που ποτέ δεν εξαργυρώνεις στο σούπερ μάρκετ. Κάποια στιγμή παύουν να ισχύουν.
Ούτε μια κόλαση έστω και συσκευασμένη δεν μας έχει απομείνει να ελπίζουμε.
από το βιβλίο "Δαιμόνων Μαζώματα Θεών Σκορπίσματα"
Μαρία Ρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου