Mε τα κόκκαλα βαριά
από της κίνησης την νηστεία
αποστρέψαμε το βλέμμα από τους δρόμους
Υποκύψαμε στο κάλεσμα της πόλης
που άγκυρες έχει στα βλέφαρά μας ρίξει
κι ένα καπέλο τρύπιο
στην φορολογημένη έλλειψη
όλα όσα μένουν πίσω θλιμμένα με αποχαιρετούν
Εκείνο το σκυλί που πάντα γάβγιζε τα μεσημέρια
σαν να μας θύμιζε την προσμονή της νύχτας
ξεψύχησε λίγο πριν χαράξει τέλος
στην στενόχωρη αγκαλιά μας
που λησμόνησαν ακόμα και την ερμηνεία
γιατί σκέφτομαι τον ποταμό που κυλούσε
ανενόχλητος από τους βαρβάρους
κάτω από το κάστρο μιας πόλης ξεχασμένης στον βορρά
Εκεί που οι λίμνες μυστήρια ανθίζουν
με τα τέρατα σαν την πέτρα να βουλιάζουν στον βυθό
και τα ηλιορολόγια στους πράσινους λόφους
να μετράνε την στιγμή μόνο όταν εσύ το θες
και το χρυσό ρολόι μας έμεινε μόνο του να κλαίει
με μια ανάμνηση που ποτέ δεν του χαρίσαμε
Ούτε ένα ‘ίσως’ δεν έχω να σου στείλω
μηδαμινή παρηγοριά εδώ στην πόλη
που έμαθε να σκοτώνει σκυλιά το μεσημέρι
και στα κρυφά το βράδυ τα παιδιά της
Μαρία Ροδοπούλου